12.12.12

Ο ελεγκτής



Με την σάπια του κοιλιά και την σακατεμένη απ' τις εφηβικές μαλακίες μουτσούνα, ο μαγκούφης ο ελεγκτής θα μπει από την μπροστινή πόρτα του λεωφορείου. Αφού θα ανταλλάξει δυο-τρεις κωδικοποιημένες κουβέντες με τον οδηγό, θα ξεκινήσει το μακρύ του ταξίδι για τα πίσω καθίσματα. Εκλιπαρώντας για «τα εισιτήριά μας παρακαλώ» και με βαριεστημένη συνοδεία τα ελεεινά χασμουρητά του, θα ελέγξει τις μετακινήσεις ανθρώπων καθημερινών και ηδονικά θα χαμογελάσει μπροστά σε πελάτες που νόμιμα έχουν πληρώσει το εισιτήριό τους. Νωχελικός, προβλέψιμος, μέτριος σαν φυσικό φαινόμενο, θα προκαλέσει κάποιες αμελείς φθορές στο πλαϊνό μέρος των εισιτηρίων, κι αυτό θα είναι το μόνο δείγμα που θα υπενθυμίζει για το υπόλοιπο ταξίδι το πέρασμά του στους επιβάτες. Θα ισορροπήσει όρθιος στις στροφές, θα γκρινιάξει για τα κέρματα, θα ανακοινώσει τις στάσεις και αφού τελειώσει με τα καθήκοντά του, οικειοθελώς θα ζητήσει από τον οδηγό να τον εγκαταλείψει στην πιο απόμερη στροφή ενός έρημου δρόμου. Ένα παιδάκι από την γαλαρία θα τον αποχαιρετήσει. Στην ώρα του θα επιστρέψει το βράδυ σπίτι του, όπου θα τον περιμένει ένα αχνιστό πιάτο κους κους, μαγειρεμένο από την θλιμμένη εικοσιτετράχρονη συγχωριανή αρραβωνιαστικιά του: μιζέρια είναι η λέξη που προηγείται του θανάτου και έπεται της εργασίας αλλά έχουμε -κι εμείς οι εργάτες- τις αποτυχημένες μας εκδοχές...




11.12.12

Μια απόπειρα μη τετελεσμένη




Μια απόπειρα μη τετελεσμένη


Παλιότερα, όταν ακόμα φοβόμουνα τους ληστές του δρόμου, αυτούς που καρτερούν σε μια αναπάντεχη γωνιά, αυτούς που τείνουν μια ακονισμένη λεπίδα και με την απειλή τραυματισμού ζητάνε τα λεφτά, τα βραχιόλια ή το ρολόι σου, επέστρεφα σπίτι μου από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης μου, αμέτοχη στο ρίσκο αλλά με αποκλειστική επιδίωξη την αυτοσυντήρηση μου. Εδώ και καιρό, που πλέον έχω γίνει κι εγώ ληστής του δρόμου, απ' αυτούς που με απειλή ζητάνε τα λεφτά, τα βραχιόλια ή το ρολόι σου, επιστρέφω σπίτι μου από τις πιο απίθανες, τις λιγότερο πολυσύχναστες διαδρομές, προτιμώντας πάντα τα πιο απόμερα, τα πιο σκοτεινά σοκάκια, θαρρώντας πως θα αποφύγω την επαφή με τα περιπολικά της αστυνομίας ή με κάποιο ξεχασμένο θύμα μου. «Ποια είναι η ειδικότητά σας;», με ρώτησε η κ. Μαυραγάνη, η υπεύθυνη στο τμήμα προσλήψεων της επιχείρησης, περιμένοντας να ακούσει κάτι που εγώ σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να πω. «Είμαι το θήραμα των επί γης κυνηγών» της απάντησα, γνωρίζοντας ότι θα επιστρέψω σπίτι μου μέσα στα σκοτάδια. «Δε γαμιέται» σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα: ο δείκτης μου, μέσα από την τσέπη του παντελονιού μου, χάιδεψε την ζεστή ισπανική λάμα του μαχαιριού μου. «Κάπου θα σε πετύχω», ψιθύρισα. «Πουλάκι μου» μου απάντησε και έγειρε τον ταλαιπωρημένο αυχένα της σε κάτι δυσανάγνωστες σημειώσεις που ξεκουράζονταν πάνω στο γραφείο της. «Ληστεία!» φώναξα αλλά κανείς δεν με πίστεψε.


Α.Α. 12-12-82, Παβία





5.12.12

Η κυρία που ταϊζει τις γάτες



Η κυρία που ταϊζει τις γάτες
κουβαλάει την απέραντη θλίψη
και στα μάτια μας υπάρχει ένας φόβος
που κανείς μας δεν μπορεί να τον κρύψει.

Η κυρία που ταϊζει τις γάτες
 φτάνει πάντα τα μεσημέρια
όμως μέσα στα κρύα της χέρια
κατοικούνε τολμηροί ακροβάτες.

Η κυρία που ταϊζει τις γάτες
φτάνει πάντα σκυθρωπή στην αυλή μου,
δεν ακούει ποτέ τη φωνή μου
κι έχει πάντα σκυμμένες τις βάτες,

μα οι γάτες αγαπούν την κυρία
κι όλη μέρα αυτήν περιμένουν.
Κι η κυρία κουβαλάει στις πλάτες
όποιο βάρος δεν αντέχουνε οι γάτες.

Η κυρία που ταϊζει τις γάτες
και ποτέ δεν μιλάει σε μένα
μου γεμίζει την αυλή αυταπάτες
ψαροκόκκαλα μισοφαγωμένα.

Λες κι οι τύψεις μου είναι φευγάτες
και τα νύχια μου ακονισμένα,
προτιμώ να σκοτώσω τις γάτες
κι η κυρία ν'αγαπήσει εμένα.





29.11.12

Αυτή και η πόλη




Σαστισμένη καθώς στεκόταν μπρος στα εμπορεύματα,
κατάπινε υπομονετικά την βία που δεχόταν από την κυρίαρχη στην εποχή της Σχολή των "απ' όλα κι από λίγο", 
ενώ γυμνή μα και κρυμμένη απ' όλους ταυτόχρονα 
-πρωτίστως από την μητέρα της- 
μισή καθώς έμεινε και λίγη καθώς ήταν,
βόλταρε σπειροειδώς στην κεντρική πλατεία μιας πόλης που κανείς δεν την συνάντησε και κανείς δεν παραξενεύτηκε.
Αυτή η πόλη ανήκει σε όσους διαγράφουν πάνω της ευθύγραμμες τροχιές και επιδέξια αγνοούνε τους μισούς και λίγους:

ματαιότητα ήταν η λέξη που την περιέγραφε στις πρόχειρες σημειώσεις ενός ανέμπνευστου μυθιστορηματογράφου.



Α.Α., γενάρης του '88



Πάδοβα, 1974


21.11.12

Μωρά στη Φωτιά (αναμνήσεις)



Τα χρόνια ασάλευτα μας χαιρετούν, καθώς με βήμα γοργό απομακρυνόμαστε από τον θάνατο των παιδικών μας χρόνων. Τότε που σπάγαμε τους αστραγάλους μας τραγουδώντας "όλοι μας χαμένοι στο παιχνίδι της ζωής", σε προφανή άγνοια τόσο για το παιχνίδι όσο και για την ήττα. Άλλωστε αυτή από τότε μας κοιτούσε σαν γάτα, θυμάσαι;

Τότε πρωτομάθαμε τον Καρυωτάκη, τότε πρωτοδοκιμάσαμε την στυφή γεύση της θλίψης. Καταφανώς ενθουσιασμένοι από τα νέα ερεθίσματα του ουρανίσκου μας, το κάναμε και το παρακάναμε. "Βάλ' το στο ριπίτ και φέρε δυο ρετσίνες από το ψυγείο. Αγόρασα 14 σήμερα", με τα λεφτά του πατέρα μου βέβαια αλλά "αφού είναι φυλακή η οικογένεια, τί να κάνεις", μεθούσαμε και μετά ξερνούσαμε στην τουαλέτα της γιαγιάς. Μετά μας έπαιρνε ο ύπνος (όχι μετά τις 2, θυμάσαι;) με τον πρώτο δίσκο από τα μωρά στην 24η επανάληψη και ξυπνούσαμε ζαλισμένοι από τις κραυγές του Σαλβαδόρ και με την ξινή γεύση της μαλαματίνας στον οισοφάγο. 

Μετά πάλι τα ίδια: λεωφορείο για τη Θεσσαλονίκη, Ιούλης του 2003, καύσωνας και άπνοια, δεκαεφτά χρονών εγώ, δεκαεφτά κι εσύ. Συναυλία στις Συκιές, στο ανοιχτό Θέατρο, τέρμα Επταπυργίου. Εσύ να έχεις κολλήσει με τον Ρουσσόπουλο στις κιθάρες κι εγώ να κοιτάω τον Στέλιο με την θριαμβευτική αυτοπεποίθηση ότι ξέρει το όνομά μου. Τότε πρωτοήπια χασίς, θα 'θελα να' ξερα που το βρήκες...μετά να περιμένουμε, άυπνοι κι ευτυχισμένοι, στο κτελ για το πρώτο δρομολόγιο. Εσύ τότε έγραφες και στίχους, θυμάμαι.

Την άλλη μέρα στο μπαρ έξω απ' την πόλη που έπαιζες συχνά. Εγώ στη μπάρα, μόλις είχα πρωτομάθει να πίνω ουίσκι, τότε, κι εσύ κάπνιζες περίπου 72 στριφτά κάθε μέρα, θυμάσαι; Μπότες μαύρα, ρούχα μαύρα απαραίτητα και φειδωλοί στα χαμόγελα. Οι επίμονες περιστροφές γύρω από τον εαυτό μας ασκούσαν την κεντρομόλο παντού γύρω μας. Αλλά τότε δεν μας ένοιαζε να φιληθούμε, παρά μόνο να μάθουμε όλους τους στίχους απ'έξω. Απογοητευόμασταν μετά αλλά εσύ, πίσω απ' το πικάπ, έβαζες το "μόνος σου ξανά" κι εγώ πεταγόμουν στη "πίστα" έφερνα δυο γύρες και έτρεχα αμέσως στην τουαλέτα να ξεράσω τα αμαρτήματα. Τουλάχιστον δεν τα κρατούσα μέσα μου, δεν το λες και κρίμα...
 
Διδάξαμε αλητεία, τότε, και διδαχθήκαμε λίγη φαντασία. Από τους μύθους για τα τρελάδικα, τη χιονάτη και τα καρτέρια στο Ναυαρίνο μέχρι την Κατερίνα Μουστάκα, τον Τσακαλίδη και τους "τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας". Από τα live στην "Σελήνη", μέχρι τα γκρίζα και παγωμένα 80's των "metro decay" ή των "χωρίς περιδέραιο". Από την απόσταση που μεσολαβούσε την θλιψιογόνο εφηβεία μας και το μακρυνό 1987...

Μετά την άλλη μέρα σπίτι σου, θυμάσαι; Να προσπαθείς να βγάλεις το "μανιφέστο"στην κιθάρα γιατί είχαμε πει να το παίζαμε στην σχολική γιορτή της 17ης Νοεμβρίου στο σχολείο. "Αντιεξουσιαστής" από τότε, με ρωτούσες μέσα στην τάξη πως ήταν ο Στέλιος όταν τον συνάντησα από κοντά. Κι εγώ το έπαιζα ιστορία και αράδιαζα από το κεφάλι μου μισές αλήθειες και μισά ψέματα. Μετά live στη Ξανθίππη, στην Καβάλα, στον Μύλο, στον Άρδα, στο Θυμωμένο Πορτραίτο και στο Κύτταρο. Μέχρι και σε φεστιβάλ της κνε είχαμε πάει, θυμάσαι; Πάντα μεθυσμένος εσύ κι εγώ με την απαράμιλλη βεβαιότητα ότι "είναι άλλη μια σκυλίσια μέρα", σαν κάθε τώρα, σαν κάθε μέρα.

Θέλω να πω πως τα τραγούδια μένουν και τα χρόνια που περνάνε ταϊζουνε τους μύθους, τους σπασμένους αστραγάλους, τους λαμπάτους ενισχυτές και τους Θεατρίνους, που όλο και πληθαίνουν στη ζωή μας...

Τελειώνοντας θέλω να σου πω πως από τότε δεν έχω αλλάξει καθόλου μα καθόλου.



Ταπεινή τέχνη, χωρίς ύφος, πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου...


...όνειρο ανάγλυφο θα 'ρθω κοντά σου κατακορύφως!
 








20.11.12

Από πάντα άπλυτοι (φόρος τιμής στον Χ.Μ.)



Μισσό ποίημα - propaganda collective
στούντιο δεύτερος όροφος: μπαουλοντίβανα και καλαμποκάλευρο
Θεσσαλονίκη-Μέτσοβο-Αθήνα
tattoo στα μπράτσα, 2009,
οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις,
μια άλλη κοινωνία-ένας άλλος άνθρωπος,
υπερήφανα η ντροπή του έθνους...

14.11.12

Ο πρώτος χειμώνας (1983)



Η Ανατολή Αργά μιλάει για τον βουβό χειμώνα του 1983
τότε που οι δούλοι μόλις είχαν αρχίσει να μοιάζουν με τα αφεντικά τους






Απογοητεύτηκα: δεν τον περίμενα έτσι τον χειμώνα.

Ποτέ δεν φαντάστηκα πως μέχρι τον Δεκέμβρη μένει σιωπηλός,
ύπουλα κι υπομονετικά,
και μετά ξαμολαει τα σκυλιά του να μας κυνηγάνε στα σοκάκια σφυρίζοντας μέσα από σάπια κουφώματα εγκατειλημμένων αρχοντικών,
να τρυπάει τα κόκκαλα και να φυτεύει στο βάθος υφάλμυρες τύψεις και καυστικές αναμνήσεις παιδικών αποθημένων,
να γαζώνει τα χείλια σφιχτά, να θέλεις να φωνάξεις και να μην μπορείς, να θέλεις να δαγκώσεις και να μην μπορείς, να θέλεις να κλάψεις και να μην μπορείς,
γιατί το χειμώνα τα δάκρυα παγώνουν
πριν καν ολοκληρώσουν τον υδάτινο κύκλο
που ξεκινάει την Άνοιξη
όλο χαρές και υποσχέσεις
κι εγώ απογοητεύτηκα γιατί δεν τον περίμενα έτσι τον χειμώνα.

Εγώ νόμιζα ότι θα καθόμασταν απέναντι απ' το τζάκι 
και θα εκμυστηρευόμασταν η μία στην άλλη τις παρανομίες μας. 



Ιταλία, Τορίνο, 1978,




12.11.12

Παρηχήσεις #2



Αδιόρθωτο θράσος
κι ατιθάσευτο θέρος,
ερυθρά κι ασυνόδευτη
έπαρση σε ωθεί.

Αθυρόστομη ρήση
ενός αθόρυβου έθους,
ρασοφόρου θυσία
και ο κύβος ερρίφθη.

 H φθορά θρήνουσα
 αριθμούς φέρει,
 αντεθνώς θήρουσα
και ανθούς θρέφει.

Φέρω φάρο εμφανή κι ενυμφίομαι:
ενυμφώς και γυνή,
εμφανώς και γυμνή.




Η Ανατολή Αργά συνομιλούσε με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ήταν οι δυο τους που με τα νύχια τους έσκαψαν τα σαθρά θεμέλια της βραχύβιας αβάν γκαρντ ελληνικής σχολής. Το ποίημα "παρηχήσεις #2" βρέθηκε γραμμένο στον τοίχο του σπιτιού της, δίπλα από το ράφι με τις κονσέρβες, βγαίνοντας από το χολ αριστερά πριν τον καλόγερο. Σε συνέχεια του "παρηχήσεις #1"...

6.11.12

τον καφέ που λέγαμε



Η Ανατολή Αργά ήταν κι αυτή παιδί του τόπου και του χρόνου της. Μέσα από την ήττα της (αυτή και η γενιά της) κατάφερε να αλλάξει τον κόσμο. Αναδημοσιεύουμε το ποίημά της "τον καφέ που λέγαμε" έτσι όπως βρέθηκε γραμμένο πίσω από απόδειξη καταστήματος εσωρούχων, που φέρει την συγκινητική ημερομηνία 10 Απριλίου 1982.

Άσε κατά μέρους, σε παρακαλώ, τις εξυπνάδες
κι έλα να τα βάλουμε κάτω:
εσύ θέλεις να είσαι γαμάτος.
Συνέχεια, όλο και αδιάκοπα.
Να μου μιλάς για αυτά που ξέρεις
και καθόλου δεν με ενδιαφέρουν.
Εγώ πάλι θέλω να με ακούς
όταν θυμάμαι τα χρόνια μου στο λύκειο
κι από τον φόβο μου τρέμω,
όταν φαντάζομαι το αύριο
και πνίγομαι στις ενοχές μου.

Άσε κατά μέρους τις εξυπνάδες
κι έλα να πιούμε τον καφέ που λέγαμε.
Όμως χωρίς Αντονόνι, Baudelaire και τα πτιφουράκια της μαμάς σου.
Αν θέλεις, μόνο, κανένα φιλί διαρκείας.






2.11.12

αυτοί οι μουσουλμάνοι...



Αυτοί οι μουσουλμάνοι τελικά είναι

ΣΚΟΤΑΔΙΣΤΕΣ

και

ΘΡΗΣΚΟΛΗΠΤΟΙ

31.10.12

Συμβουλές γάμου από τον νομοθέτη


Χωρίσατε πρόσφατα με το αγόρι σου και είσαι θλιμμένη, το καταλαβαίνω. Έχει συμβει σε όλους μας. Δώσε λίγο χρόνο στον εαυτό σου και προσπάθησε να μην αγγίζεις με την σκέψη σου το τραύμα της μνήμης που σου προκάλεσε ο χωρισμός. Σε δύο (το πολύ σε τρία) χρόνια θα σου έχει περάσει. Το λέει και το άρθρο 1349 του Αστικού Κώδικα:

Οι αξιώσεις από την μνηστεία παραγράφονται όταν περάσει διετία από το τέλος του έτους κατά το οποίο λύθηκε.

Προσπάθησε να μην κατηγορείς συνέχεια τον εαυτό σου και πάρε την απόστασή σου από τη συνθήκη. Μήπως έφταιξε κι ο άλλος; Μήπως έχει κι αυτός μερίδιο της ευθύνης; Μήπως είχες σχηματίσει μια ιδανική εικόνα γι' αυτόν στο μυαλό σου, που τελικά δεν αντιστοιχεί μ' αυτό που πραγματικά είναι; Σκέψου καθαρά και ρίξε μια ματιά στο αρ. 1374 του Αστικού Κώδικα:

Γάμος που έχει τελεστεί μπορεί να ακυρωθεί εξαιτίας πλάνης σχετικής με την ταυτότητα του προσώπου του άλλου συζύγου.

Ξέρω, στήριξες πολλά σ'αυτή τη σχέση. Ήταν κάτι σημαντικό για σένα. Σου έδινε δύναμη και κουράγιο για το μέλλον να συνεχίσεις. Αλλά, ρε παιδάκι μου, κι εσύ ονειρευόσουν δάνεια στεγαστικά, μεζονέτα επιπλωμένη, αμάξι μεγάλο, ένα ξανθό λαμπραντόρ μαζί με δυο κουτσούβελα  και φωτογραφίες στο πικνικ τα σουκού στην εξοχή. Κοινοκτημοσύνη το λες αυτό; Έτσι μου' ρχεται να σου τρίψω το άρθρο 1403 του Αστικού Κώδικα στη μούρη:

Οι σύζυγοι μπορούν να επιλέγουν, με σύμβαση για την ρύθμιση των συνεπειών του γάμου στην οικονομική τους κατάσταση, σύστημα κοινωνίας κατά ίσα μέρη στα περιουσιακά τους στοιχεία, χωρίς δικαίωμα διάθεσης, από τον καθένα, του ιδανικου του μεριδίου (σύστημα κοινοκτημοσύνης).




Πού να το φανταζόμουν; Το κάθαρμα: για τα λεφτά μου με ήθελε...

29.10.12

με no future διαθέσεις




 Η Ανατολή Αργά, όπως μαρτυρά και η φωτογραφία της, γεννήθηκε το 1961. Κάποια βράδια η Ανατολή αναπολεί και αφηγείται: το αποψινό είναι ένα τέτοιο.







H Στέλλα ήταν δεκάξι χρονών το 1987.

Κάθετες γκρι λωρίδες τήμναν το οριζόντιο μέτωπο της Στέλλας, δημιουργώντας την βαθιά πεποίθηση στα αγόρια ότι ποτέ δεν πρόκειται να ξεπεράσει τα 25 χρόνια, επομένως οποιαδήποτε  υπερβολή στο σώμα της Στέλλας μόνο σαν εξιλέωση μπορούσε να εννοηθεί, όμοια με εκείνη που τα αναλογικά συνθεσάιζερ ή τα υπερκαρδιοειδή μικρόφωνα επιτελούσαν κάθε φορά που η Στέλλα και οι φίλοι της έβαζαν τα ρούχα τους σε μια σακούλα και ντυνόταν έξαλλα -αλλά κρυφά από τους γονείς τους- στο γιαπί, απέναντι απ' την ριμπάουντ στην πλατεία αμερικής, πάντα προετοιμασμένη για όλα και με το αξεπέραστο στυλ του χορού που λάνσαρε με τα χέρια ξεβιδωμένα και τα γόνατα να σέρνονται στο λεκεδιασμένο πάτωμα με no future διαθέσεις, με δακρυγόνες φιγούρες και θλιψιοφόρους παλμούς, η Στέλλα μέσα από την επίμονη άρνησή της προσπαθούσε μετά μανίας να κατανοήσει τον κόσμο που τόσο μισούσε, τον κόσμο που εφηύρε τα balanced καλώδια και τους λαμπάτους ενισχυτές, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει, η Στέλλα που μεγάλωσε γαλουχημένη και καταδικασμένη από τις διακηρύξεις περί τέλους της ιστορίας, τέλους της εργασίας, τέλους των νοημάτων, τέλους της τέχνης και μέσα από την συντριπτική της ήττα κατάφερε να αλλάξει τον κόσμο μια για πάντα, η Στέλλα που φορούσε τα σαββατόβραδα τζιν σορτς, μαύρα σουτιέν και μαύρες δερμάτινες μπότες και ξερνούσε συχνά στο παγκάκι απέναντι απ' το περίπτερο στην πλατεία αμερικής, δίχως ποτέ να διανοηθεί ότι σε δέκα χρόνια θα ακολουθούσαν οι ρωγμές της πρέζας που θα θέριζαν αρτηρίες και συνειδήσεις, μέσα στο κέλυφός της η Στέλλα έβλεπε τα παιδικά της χρόνια στην Φιλαδέλφεια, στις εργατικές πολυκατοικίες δίπλα στον μπαζομένο ποδονίφτη, πάντα παρακαλόντας τα αγόρια που την κακομεταχειρίζονταν να πάψουν να φοράν σωλήνες παντελόνια, να κατανοήσουν πως "ένας άχρηστος άνεμος αφράτος φυσάει τον καθε προλετάριο", κραυγάζοντας η ίδια στο μακρυνό 2012 πως ο καθένας είναι παιδί του τόπου και του χρόνου του, η Στέλλα με τα μαύρα σουτιέν και την ελιά στο μάγουλο.

Η Στέλλα ήταν δεκάξι χρόνων το 1987.
Το 1988 δε ζούσε πια...









28.10.12

Εξυπνάδες #2




Είναι το δάχτυλο που δείχνει
την πόλη που σβήνει
τα φώτα που φέγγουν
τους δρόμους που πάνε
στην πόλη που ανάβει
τα φώτα που δείχνουν
τα δάχτυλα που είναι.

Είναι η γυναίκα που έχει
την τρικυμία στα χείλη
την τρικυμία στο βλέμμα
την τρικυμία στη θάλασσα
τη θάλασσα όλη
τη θάλλασα που έχει
την γυναίκα την ίδια.

Αφού κανείς από τους δύο δεν μπορεί να κοιμηθεί
γιατί δεν έρχεσαι σπίτι μου απόψε;




23.10.12

Παρηχήσεις #1


Η Ανατολή Αργά, με την ορμή χιλίων αποτυχημένων ποιητών.
Βρέθηκε γραμμένο στο δεξί μου μπράτσο με υποδόριο μελάνι. 





Παρηχήσεις #1

Των στιγμών απανθίσματα
στιγματίζουν τα πάθη
κι ανθοδέσμες επάνθιστες
διανθίζουν τα λάθη.

Άνθισε επί της λήθης μου λίθινο ανθολόγιο!

Ακανθούχα τα πάθη μας
και τα λάθη φεράνθη,
ως του άνθους το νέκταρ,
ως αχός νηπενθώς.

Ανθυψίφωνη μούσα μου, ευανθείς διεθνώς!





18.10.12

12.10.12

τομπιρεός

ο παππάς 
κι ο παχύς
έφαγαν
χρυσή αυγή


γαμιέται ο θρύλος κι ο πειραιώς

10.10.12

χωρίστιτλο

στη ζ


εγώ, που μέσα στην σφραγισμένη οδοντοστοιχία μου τρέφω το μυστήριο των χαμένων μπαλονιών
κι εσυ, που κάθε τόσο ρίχνεις λέξεις δισύλλαβες στην φλόγα της σιωπής,
εγώ, που εστιάζω στα μάτια σου και βλέπω την γυναίκα που ξεσκίζει τα μαξιλάρια με τα δόντια της
κι εσύ, που είσαι όμορφη σαν πυρπολισμός εθνικού συμβόλου,
εγώ, που κουβαλάω στα βλέφαρά μου την σκόνη των επαναλήψεων,
κι εσύ, που από τις ρώγες του στήθους σου αναβλύζουν ζεστές η θλίψη και η ορμή,
πώς γίνεται να συμπίψουμε σαν εραστές στον πάτο
που τόσο συχνά φαντασιώνεσαι, 
δίχως καν να έχεις διαβάσει όσα έγραψε ο δημητριάδης στο "πεθαίνω σαν χώρα".
ε;
μου λες; 






23.9.12

Η δεσποινίδα Λευκοθέα Γεωργάτου



Ήσουν μικρή καθώς είχες αφεθεί
στην αυστηρότητα αυτών 
που ακονίζουν τα μολύβια τους με το μαχαίρι,
ενώ υπομονετικά επιδιώκουν
την ησυχία των μελλοντικών χειμώνων,
αυτών που κατάγονται απευθείας
από τον θάνατο των παιδικών τους χρόνων,
αυτών που της ποίησης την ασθένεια
αντιμετωπίζουν καθημερινά
με δυο κουταλιές της σούπας πυρίτιδα υπογλωσσίως.
Σε θυμάμαι ακόμα που μικρή έγνεφες
αυτούς που μαζεύονταν τα βράδια τρεις-τρεις
και συνομωτούσαν για σένα
να σε ποτίσουν, να βγάλεις ανθούς, να καρπώσεις,
αυτούς που ήταν όλοι τους τριάντα χρόνων,
τραγουδιστές και γυμνασμένοι,
κι εσύ μικρή καθώς ήσουν
τους έγνεφες τα κελαϊδίσματα των κανονιών
και τους έλεγες: όχι εμένα, εγώ είμαι ακόμα μικρή,
λες και αυτοί,
που ήταν όλοι τους τριάντα χρόνων,
τραγουδιστές και γυμνασμένοι,
μαζεύονταν τα βράδια και συνομωτούσαν
για κάποιον άλλον λόγο
πέρα απ'το ότι
ήσουν μικρή κι έγνεφες.



A.A.

όχι εμένα, εγώ είμαι ακόμα μικρή!

11.9.12

Ο κ. Rupax και η δις Ανατολή Αργά


Αγαπητό φιλοακροάμον κοινό του rupax-rupax.blogspot.com ,

η πολύκροτη συνεργασία ντόρας-αντώνη δεν ήταν τίποτα,
η χιλιοακουσμένη ενδεχόμενη ενσωμάτωση της emporiki bank σε κάποιο από τα τέσσερα μεγαλύτερα αρπαχτικά του ελληνικού χρηματοπιστωτισμού δεν κλάνει μία,
οι φήμες για συμπόρευση πασόκ και δημάρ στις επόμενες εκλογές είναι μία μούφα και μισή μπροστά στην αποκλειστική είδηση που έχετε την δυνατότητα να αλιεύσετε (εσείς και αποκλειστικά εσείς) από τον παρόντα ιστότοπο:

ο εκδότης, αρχισυντάκτης και διευθύνων σύμβουλος του ΔΣ του ομίλου που (μεταξύ άλλων) διαχειρίζεται το rupax-rupax.blogspot.com...

...μετά από αποκλειστικές πληροφορίες, τις οποίες εχέμυθα διοχέτευσαν μέλη της κλειστής συντακτικής επιτροπής της δημοσιογραφικής ομάδας του blog...

από το πρωί της Δευτέρας 10 Σεπτεμβρίου 2012, βρίσκεται κλειδωμένος σε στούντιο ηχογράφησης...

με την από τις 5 Ιανουαρίου 2005 τεθνεούσα και ποιήτρια Ανατολή Αργά, πραγματοποιώντας μια συνεργασία που όμοιά της δεν έχει επαναληφθεί στην ανθρώπινη ιστορία!!! Από το δωμάτιο αναβλύζει παχύρευστο άρωμα θλίψης και ο ηχολήπτης μας διαβεβαίωσε ότι η σχιζοφρένεια πάει σύννεφο. Ιδού τα τεκμήρια:




10.9.12

κάπου στη μακεδονία




πόσες φορές ακόμα θα μου 'ρθει στο νου
εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου
που με τη γεύση και το αλάτι ενός τόπου μακρινού
ήπια γλυκό κρασί με τ' άρωμα του μούστου,

ζέστη και μια απαίσια υγρασία
και φαινόμουν ιδρωμένος στη φωτογραφία,
κάθησα απέναντι σε μια παράξενη κυρία
κάπου στη μακεδονία.

Κάτω, κάπου εκεί στο νότο
είχε το βλέμμα της στραμμένο και στα μάτια βροχή,
έκρυβε μέσα της τον πιο μεγάλο κρότο
κι αγωνιούσε μάταια για την μέρα που θα' ρθει,

χωρίς πολλά πολλά και με λόγια μετρημένα
άκου, λοιπόν, και θα σου κάνω το χατίρι,
μου είπε και αράδιασε όλα τα περασμένα
ενώ συγχρόνως γέμιζε το ποτήρι.

Αφού σου το 'πα,είναι απολύτως λογικό
να δίνεις στη ζωή όσα αυτή ζητάει
και μένα που με βλέπεις το κακό το ριζικό
μ' έβαλε κάτω μια φορά κι ακόμα με χτυπάει,

ναι ξέρω, θα μου πεις για τον θεό
πως δεν υπάρχει, δεν θα διαφωνήσω,
μα όλους τους λεκέδες που 'χω μέσα στο μυαλό
με πιο σφουγγάρι αυταπάτης να τους σβήσω;

Κι όπως κυλούσε αργά η κουβέντα
κι ετοιμάζονταν ο ήλιος να σωθεί για το δείλι, 
έκοψε ένα κλωναράκι μέντα
κι άρχισε μ' αυτό να ραντίζει με κρασί τα χείλη.

Λιώμα, την άφησα να μπουσουλάει
σ' ένα χώμα που ποτέ δεν θα γεράσει.
Αυτό είναι τόσα χρόνια που γερά την βαστάει
κι είναι το ίδιο που αύριο θα την σκεπάσει.



μία παράξενη κυρία

13.8.12

για τα τρελάδικα μιλάω



για τα τρελάδικα μιλάω


ντάξει, κοίτα: εγώ φιλαδέλφεια μεγάλωσα.
με τα σιρόπια και τις ντρόγκες είχα παρτίδες από πρώτο χέρι.
μετά αντάμωσα με τον άνεμο και γίναμε κι οι δυο τοξοβόλοι.
"βάλατε δις" και "ποτέ εντός σας"
αλλά η θλίψη θλίψη.
έτσι αυτοί έτσι εμείς.
έτσι αυτοί έτσι εμείς.
Το χέρι μου κοίτα! ~
Το βλέπεις;
... για τα τρελάδικα μιλάω

αλλά κρατώ στο νου μου 
την ευτυχία των εραστών τη στιγμή που γινόντανε τοξοβόλοι.





3.8.12

μεσολαβούσης εμπειρίας ποιητικής

Αυτός, επιβαίνων μετά συντριπτικής ανέσεως επί δικύκλου επονομαζομένου καζεάρ και τελών εργατική υπηρεσία διασκέδασης του εν αθήναις εκδιδομένου εντύπου υπό την ξενικήν ονομασίαν "άθενς βόις", περιεργάζεται ,χρήττων την αριστερά του χειρ, τινά πεπαλαιωμένα αντικείμενα εντός της δεξιάς του τσέπης, ενώ ταυτοχρόνως μαλάζει εντέχνως το χειρόγκαζον μετά αρμονικών κινήσεων της δεξιάς του χειρός, προσπίπτων παραλλήλως μετά συνεχών και επαναλαμβανομένων βλεμμάτων εις τον φωτεινόν σηματοδότην.
Σκανδαλωδώς αμύητος εις τον σουρεαλισμό μα και σε πάσα μορφή ποιητικής εμπειρίας, συναντά τον εαυτό του ξεστομίζοντα την ακολούθη φράση (συντετριμμένος υπό την πρόσπιψη σε νέους επικοινωνιακούς κώδικες μα και ταυτοχρόνως διατελών εξωχρονικός παρατηρήτής ενός φαινομένου που προέκυπτε εντός του) απευθυνόμενος σε διαβάτισσα νεαρή:


-έι που πας γυναίκα με το μυτερό καπέλο;

Μεσολαβησάντων περί των επτά δευτερολέπτων σιωπής ασθμαινούσης και εγκαρδίων βλεματικών διαξιφισμών εκατέρωθεν των πρωταγωνιστών, η νεαρά κορασίς, διατελούσα περιστροφή ενστηριγμένη εις την σπονδυλικήν της στήλην και ρίψασα βλέμμα δρεπανηφόρον εις τον αμέτοχον αναβάτην, ενεκάλει στιγμές της παιδικής της νεότητας και τείνουσα την αριστερά χειρ με προοπτική κατεύθυνση εις Δύσιν, μετά ενγενούς παρρησίας μα και εκλαγνισάσης φωνής λέγει:

-στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω, στα κρεμαστά νερά που βαφτισμένο σε έχω!

Προσωρινώς συντετριμμένος ο αμέτοχος αναβάτης αναμοχλέυει προκατασκευασμένες απαντήσεις εις την νοητικήν του δεξαμενήν, μα παντεποπτώς αποτυχήσας διατηρεί το είδος εκείνης της σιωπής που διαπερνά τους νοσοκομειακούς θαλάμους και τις ψυχιατρικές κλίνες, ενώ ταυτοχρόνως τελών σπασμωδικής σωματικής κινήσεως τεινούσης επί οδοστρώματος, σκύβει και ξεριζώνει ανθόν άλικον,
 φυώμενον επί πεζοδρομίου. (Υπενθυμίζουμε δια την παντελήν απουσίαν τριβής του αμετόχου αναβάτην με την ποιητικήν εμπειρίαν.)
Η νεαρά κορασίς τότε, υποβασταζομένη και περιστοιχιζομένη εξ' ορδών εξαγριωμένων σχιζομητροπολιτάνων και ενεχαρούσα, έτι, δια το ποιητικόν κάλλος της στιγμής ανυψώθη περί τους δύο μηριαίους πήχεις άνωθεν του οδοστρώματος και χρήσασα ανθυψιφωνικών δυνατοτήτων, ενετραγούδησε μετά βδελυγμίας το κάτωθι άσμα:

σημ: (ο γράφων τέλεσε παρατηρητής του επεισοδίου και αυτουσίως το μεταφέρει από τα μεσαιωνικά Πατήσια του 1479 μ.Χ.)





2.8.12

εξυπνάδες #2


να σε συναντήσω τυχαία
ενώ με ψάχνεις διακαώς
κάπως να ξαναγίνει κάτι
να έρθεις ακάλεστη, ας πουμε
ή να λες εγώ
και να εννοείς εσύ
δεν ξέρω
κάτι πρέπει να συμβεί
για να γλιτώσουμε απ'την λήθη.

Εγώ συνήθως βουτάω σε εκείνο το πηγάδι που για πάτο έχει το στέρνο μου.
Μα αν τυχόν κάνω και σκύψω λίγο το κεφάλι για να δω το βάθος του
ζαλίζομαι από τα χρόνια που μεσολαβούν. Ξέρεις, και όλα όσα κουβαλάνε μαζί τους: τους μικρούς θανάτους, τις καταδύσεις, τις ελιές στα μάγουλα, τα κόκκινα φουλάρια και τις επίμονες αρνήσεις.

να με αρπάξεις και να με φιλήσεις
όπως θα έκανες αν δεν φοβόσουν
χωρίς να περιμένεις σινιάλο συγκατάβασης
χωρίς να κοιτάξεις το βάθος του πηγαδιού μου
ή να μου κρύψεις τις βαλίτσες
και να μου πεις "κύριε, δεν θα σας επιτρέψω ποτέ ξανά
να φύγετε χωρίς εμένα"
(μετά να γίνει κάτι ακόμα
ας πούμε να μας επισκεφτεί ο Friedrich Schiller
που όταν του στέρευε η έμπνευση
έχωνε στις αράδες του ατάκες από τα κιτάπια
του ιστορικού υλισμού.)

να με γεμίσεις
και να σκύψω
 έτσι θα χυθώ
και θα αδειάσω
να με ξεχάσεις
για να μπορέσω
κι αν θυμηθείς
να με αναφέρεις.



στη mir

21.7.12

Εξυπνάδες #1



Σαν κάθε καλό διαφημιστικό σποτ,
τα όνειρά μας είναι και καταφύγια.
Εκεί κουρνιάζουμε αποκαμωμένοι
μετά από τις μάχες με τις ενοχές μας.
Εκτός αν είμαστε φοβισμένοι ή παιδιά χωρισμένων γονιών
και τότε καταφύγιο δεν υπάρχει.


Κι ο πιο μεγάλος φόβος μου φοβάται μην τον φοβηθώ.

20.7.12

Μια εβδομάδα πριν συναντήσει την Τερέζα

"Ζούσε σ'ένα σπιτάκι, μαζί με την μάνα του και τον πατέρα του, δυο δωμάτια και κουζίνα, δίπλα στα νταμάρια της Πετρούπολης. Το σπίτι είχε μπροστά ένα χωματόδρομο πηγμένο δυο παλάμες σκόνη σαν λεπτή πούδρα, που'φερνε ο αέρας απ'τα νταμάρια κι ακόμα μια μικρή κατάξερη αυλή μέσα σε μια μαντρίτσα από ασπρισμένες πλίνθες.
Πράγμα περίεργο για την περιοχή, στην αυλή μέσα φύτρωνε κι ένα φυματικό πεύκο.
Τ'απομεσήμερο του καλοκαιριού ο γέρος έπαιρνε την καρέκλα του κι έλεγε "πάω στην εξοχή" και πήγαινε μες στο ντάντανο και την άραζε κάτω από το πεύκο και καθόταν εκεί μέχρι το σούρουπο και σκεφτόταν, ένας θεός ξέρει...
Είχε και μια αδελφή παρθένα τριαντάρα-το μαράζι της μάνας του- νταρντάνα κι άσχημη, σαν άντρας ντυμένος γυναίκα κα με γάμπες μες στην τρίχα. Δεν ήθελε να βάλει ξυράφι γιατί ήταν, λέει, πρόστυχο. Όλη την ημέρα την περνούσε μες στο σπίτι. Δεν μιλούσε σ'άνθρωπο, παρέες δεν είχε, σινεμά δεν πήγαινε. Δυο ποντους δεν ξεμύταγε απ'την ματρίτσα. Μια φορά που της βρήκανε δουλειά σ'ένα εργοστάσιο με υφάσματα στο τέρμα Αχαρνών, πήγε για δυο μέρες και την τρίτη έβαλε τα κλάματα κι είπε πως δεν μπορεί να δουλέψει και κάθισε πάλι σπίτι.




Η Machules (muchless), η μηχανή που οδηγούσε ο Φάνης.




Η μάνα του μια ήσυχη χαμοζωισμένη γυναικούλα τα'βαζε μαζί του που δεν πήγαινε στην εκκλησία ν'ανάψει κανα κερί να πέσει κι αυτωνών κανένα καλό παιδί να την παντρέψουνε.

Και τότε τον Φάνη τον πιάναν οι κακίες του:

-Τί να παντρέψεις ρε μάνα από δαύτην, της έλεγε, δεν βλέπεις πως είναι; Σα πούστης με μαλλιά είναι. Επειδή είναι δικιά μας; Όχι για να μιλάμε στο γνήσιο.
Μια μέρα ήρθε ένας εστιάτορας από το Μιλγουώκη να επισκεφτεί μια συγγένισσά του, νοσοκόμα, που καθόταν απέναντί τους. Κατά το μεσημέρι την κιαλάρισε κι έτσι όπως ήταν ψηλή και γεμάτη κι αυτός 120 κιλά μέσα σ'ένα και σαράντα, του την έδωσε και την αγάπησε έτσι στα γρήγορα. Ήρθε στο γέρο του, κάθισαν στην "εξοχή" και τα κανόνισαν. {...}

(Νίκος Νικολαϊδης, ο οργισμένος βαλκάνιος, καστανιώτη, 1983)





18.7.12

η κυρία με το μυτερό καπέλο












Να λιώνεις
όσο πιο αργά σου είναι εύκολο,
μα όταν κρυώνεις
να ξαναπαγώνεις.
Στα πεταχτά
να ανασαίνεις
και με την επιπολαιότητά μου 
-αν μπορείς- να μη θυμώνεις.
Να κατανοείς
πως νοιώθουνε οι κλόνοι
που στεγάζουνε τις κούνιες 
των ανθρώπων που είναι μόνοι,
πως χορεύουνε στην ασυνέχειά τους
θεσπέσια και αρμονικά
-παρά το βάρος που κουβαλούν-
των ανθρακορύχων οι απογόνοι.
Να με ρωτάς.
Γνωρίζω πράγματα για σένα.
Να προσέχεις:
να μην αφήνεις αποτυπώματα
μα να μ'αγγίζεις που και που
όσο η Άνοιξη απλώνει,
όσο η ανάσα δυναμώνει.
Να με διασχίζεις
όσο συχνότερα επιτρέπεται.
Να χορεύεις,
μόνο έτσι μπορείς εσύ.

ΥΓ: μα πώς το ξέχασα, πόσο αφηρημένος είμαι:
να θυμάσαι, 
μόνο έτσι θα μπορέσω κι εγώ.

24.6.12

τώρα που φεύγεις


στη ν


τώρα που φεύγεις
μαύρα μου μάτια
μ'ένα κλωνάρι
δυόσμο στα χέρια
κι όλο τον κόσμο
τον κυνηγάς
σαν τον παππού σου
κι εσύ πολέμα
κόκκινα χείλη
μην τα φιλάς
γιατί ξεβάφουν
σαν αρλεκίνοι
και σαν εκείνη
την ζωγραφιά
που όλο υπόσχεται
πως δεν θα μείνει
κι όλο σε σένα
πάντα γυρνά
κι είναι οι σκέψεις
μάυρα στολίδια
και δαχτυλίδια
που τα φορούν
τα νέα κορίτσια
που καρτερούν
πότε η νύχτα
θα ξημερώσει
ναι ξέρω είμαι
αυτός που θέλεις
κι αυτός που τόσο
αντιπαθείς
κι αλήθεια πρέπει
να σε ρωτήσω
πότε επιτέλους
θα ξεντυθείς
μα είναι τόσοι
οι λεπτοδείκτες
που εναγωνίως
επιθυμούν
να ξημερώσει
και οι αλήτες
που εγκαρδίως
μας καρτερούν
τώρα που φεύγεις
μαύρα μου μάτια
σε μήνα θέρους
σε νέα χρονιά
κάτι μαραίνεται
και σαν τα στάχια
που είναι θλιμμένα
και στη πλαγιά
σαν τα βατράχια
τα λυπημένα
σαν τα χωράφια
τα ξερικά
κάτι κινείται
πίσω απ'τα βράχια
τ'αλατισμένα
τα μυτερά
κι όλος ο κόσμος
μαύρα μου μάτια
κάτι αφουγκράζεται
και καρτερά
τώρα που φεύγεις
μάτια μου μαύρα
που ο ήλιος καίει
όπως ποτέ
σαν την ακρίδα
και σαν τη σαύρα
που αναπνέει
φωτιά και λαύρα
άφησε πίσω
λίγο απ'το δέρμα
πριν το αλλάξεις
και ξενιστείς
μάτια μου μαύρα
πριν λυπηθείς
λίγο απ'τη θλίψη
που κουβαλάς
και τριγυρνάει
στα περιλαίμια
σαν τα στολίδια
τα εφηβικά
κάνε τη χάρη
να την αφήσεις
εκεί που ίδια
αφού το ξέρεις
τα χρόνια θα'ναι
και πληκτικά
χωρίς εσένα
μαύρα μου μάτια
τώρα που φεύγεις
σε χαιρετά
αυτή η πόλη
κι αυτός ο κόσμος
με τα graffiti
και το antifa
που ανασαίνει
εκεί που βρίσκει
να ανασάνει
και να βογγά
τώρα που φεύγεις
μαύρα μου μάτια
μην αποφεύγεις
χαιρετισμούς
σκύψε το βλέμμα
όπως οι εργάτες
χτίζουν δωμάτια
μα και ναούς
θέλει δε θέλει
θα έρθει η αύρα
που θα δροσίσει
τους τολμηρούς
μην απελπίζεσαι
μαύρα μου μάτια
και δεν θ'αργήσει
για τους φτωχούς
εκείνη η μέρα
που θα αρχίσει
και θα τελειώσει
μ'αλαλαγμούς
ανθρώπων ξένων
κι αφορισμούς
νόθων ιερέων
και διασυρμούς
ιεροδούλων
μαύρα μου μάτια
τώρα που φεύγεις
κι εγώ ο λίγος
το μόνο που'χω
είναι οι λέξεις
και μια συμπάθεια
ασφυκτιούσα
κι ερωτική
θα σου δωρίσω
όσα δεν έχω
κι όσα αγκάθια
έχω μαζέψει
καθώς γυρνούσα
σε ανθοπωλεία
που απ'όσο ξέρω
 χρυσοπουλάνε
ένα λουλούδι
για ένα φιλί
















να διαβαστεί μαζί μ' αυτό
βρέθηκαν κάτω από το μαξιλάρι της Ανατολής Αργά