12.12.12

Ο ελεγκτής



Με την σάπια του κοιλιά και την σακατεμένη απ' τις εφηβικές μαλακίες μουτσούνα, ο μαγκούφης ο ελεγκτής θα μπει από την μπροστινή πόρτα του λεωφορείου. Αφού θα ανταλλάξει δυο-τρεις κωδικοποιημένες κουβέντες με τον οδηγό, θα ξεκινήσει το μακρύ του ταξίδι για τα πίσω καθίσματα. Εκλιπαρώντας για «τα εισιτήριά μας παρακαλώ» και με βαριεστημένη συνοδεία τα ελεεινά χασμουρητά του, θα ελέγξει τις μετακινήσεις ανθρώπων καθημερινών και ηδονικά θα χαμογελάσει μπροστά σε πελάτες που νόμιμα έχουν πληρώσει το εισιτήριό τους. Νωχελικός, προβλέψιμος, μέτριος σαν φυσικό φαινόμενο, θα προκαλέσει κάποιες αμελείς φθορές στο πλαϊνό μέρος των εισιτηρίων, κι αυτό θα είναι το μόνο δείγμα που θα υπενθυμίζει για το υπόλοιπο ταξίδι το πέρασμά του στους επιβάτες. Θα ισορροπήσει όρθιος στις στροφές, θα γκρινιάξει για τα κέρματα, θα ανακοινώσει τις στάσεις και αφού τελειώσει με τα καθήκοντά του, οικειοθελώς θα ζητήσει από τον οδηγό να τον εγκαταλείψει στην πιο απόμερη στροφή ενός έρημου δρόμου. Ένα παιδάκι από την γαλαρία θα τον αποχαιρετήσει. Στην ώρα του θα επιστρέψει το βράδυ σπίτι του, όπου θα τον περιμένει ένα αχνιστό πιάτο κους κους, μαγειρεμένο από την θλιμμένη εικοσιτετράχρονη συγχωριανή αρραβωνιαστικιά του: μιζέρια είναι η λέξη που προηγείται του θανάτου και έπεται της εργασίας αλλά έχουμε -κι εμείς οι εργάτες- τις αποτυχημένες μας εκδοχές...




11.12.12

Μια απόπειρα μη τετελεσμένη




Μια απόπειρα μη τετελεσμένη


Παλιότερα, όταν ακόμα φοβόμουνα τους ληστές του δρόμου, αυτούς που καρτερούν σε μια αναπάντεχη γωνιά, αυτούς που τείνουν μια ακονισμένη λεπίδα και με την απειλή τραυματισμού ζητάνε τα λεφτά, τα βραχιόλια ή το ρολόι σου, επέστρεφα σπίτι μου από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης μου, αμέτοχη στο ρίσκο αλλά με αποκλειστική επιδίωξη την αυτοσυντήρηση μου. Εδώ και καιρό, που πλέον έχω γίνει κι εγώ ληστής του δρόμου, απ' αυτούς που με απειλή ζητάνε τα λεφτά, τα βραχιόλια ή το ρολόι σου, επιστρέφω σπίτι μου από τις πιο απίθανες, τις λιγότερο πολυσύχναστες διαδρομές, προτιμώντας πάντα τα πιο απόμερα, τα πιο σκοτεινά σοκάκια, θαρρώντας πως θα αποφύγω την επαφή με τα περιπολικά της αστυνομίας ή με κάποιο ξεχασμένο θύμα μου. «Ποια είναι η ειδικότητά σας;», με ρώτησε η κ. Μαυραγάνη, η υπεύθυνη στο τμήμα προσλήψεων της επιχείρησης, περιμένοντας να ακούσει κάτι που εγώ σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να πω. «Είμαι το θήραμα των επί γης κυνηγών» της απάντησα, γνωρίζοντας ότι θα επιστρέψω σπίτι μου μέσα στα σκοτάδια. «Δε γαμιέται» σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα: ο δείκτης μου, μέσα από την τσέπη του παντελονιού μου, χάιδεψε την ζεστή ισπανική λάμα του μαχαιριού μου. «Κάπου θα σε πετύχω», ψιθύρισα. «Πουλάκι μου» μου απάντησε και έγειρε τον ταλαιπωρημένο αυχένα της σε κάτι δυσανάγνωστες σημειώσεις που ξεκουράζονταν πάνω στο γραφείο της. «Ληστεία!» φώναξα αλλά κανείς δεν με πίστεψε.


Α.Α. 12-12-82, Παβία





5.12.12

Η κυρία που ταϊζει τις γάτες



Η κυρία που ταϊζει τις γάτες
κουβαλάει την απέραντη θλίψη
και στα μάτια μας υπάρχει ένας φόβος
που κανείς μας δεν μπορεί να τον κρύψει.

Η κυρία που ταϊζει τις γάτες
 φτάνει πάντα τα μεσημέρια
όμως μέσα στα κρύα της χέρια
κατοικούνε τολμηροί ακροβάτες.

Η κυρία που ταϊζει τις γάτες
φτάνει πάντα σκυθρωπή στην αυλή μου,
δεν ακούει ποτέ τη φωνή μου
κι έχει πάντα σκυμμένες τις βάτες,

μα οι γάτες αγαπούν την κυρία
κι όλη μέρα αυτήν περιμένουν.
Κι η κυρία κουβαλάει στις πλάτες
όποιο βάρος δεν αντέχουνε οι γάτες.

Η κυρία που ταϊζει τις γάτες
και ποτέ δεν μιλάει σε μένα
μου γεμίζει την αυλή αυταπάτες
ψαροκόκκαλα μισοφαγωμένα.

Λες κι οι τύψεις μου είναι φευγάτες
και τα νύχια μου ακονισμένα,
προτιμώ να σκοτώσω τις γάτες
κι η κυρία ν'αγαπήσει εμένα.