27.8.10

Ψυχανάλυση - Το μπαλνταφάν (2η συνεδρία)


  Ξεκινήσαμε πριν από κάτι μήνες μαζί με την Φανή και τον Δημήτρη ένα μεγαλόπνοο σχέδιο για την πραγματοποίηση ενός μουσικού δίσκου.Η αρχική ιδέα  ξεκίνησε έπειτα από την κοινή π αραδοχή ότι μέσα στο παιδικό τραγούδι κρύβεται καλά θωρακισμένη μια όψη που πλευρίζει με τρόπο σκοτεινό τον ψυχικό κόσμο του παιδιού. Αφορμή της παραδοχής στάθηκε μια κουβέντα πάνω στο παραδοσιακό τραγούδι ‘’ Ο Μενούσης ‘’. Ο Μενούσης δεν είναι παιδικό τραγούδι με την έννοια ότι ούτε το θεματικό του περιεχόμενο εξαντλείται στις έννοιες παιδί-παιδικότητα, ούτε απευθύνεται σε ακροάμον κοινό παιδικής κατά κανόνα ηλικίας (πχ επεράσαμε όμορφα, δέκα παπάκια κ.ά.). Ο Μενούσης είναι ένα παραδοσιακό τραγούδι που χρονικά τοποθετείται στην όψιμη περίοδο της τουρκοκρατίας. Η συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων (όπως ο Μεχμέτ Αγάς που κάθεται στο ίδιο τραπέζι και συζητάει με τον Μπιρμπίλη και τον Μενούση) επιβεβαιώνεται σε περιοχές όπου οι πολιτιστικές συνήθειες είχαν αφομοιωθεί εκατέρωθεν και η παράλληλη αποδυνάμωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έδωσε χώρο στους υπηκόους να οργανώσουν με τρόπο αμεσότερο την καθημερινότητά τους, χωρίς την δαμόκλειο σπάθη μιας θεοκρατικής εξουσίας που ενδεχομένως να εμπόδιζε ή και να κατέστειλε τις επαφές χριστιανών και μουσουλμάνων μεταξύ τους. Παραμερίζονας προς στιγμή μια ενδελεχή λογοτεχνική-λαογραφική ανάλυση του τραγουδιού, παρατηρήσαμε ότι ο Μενούσης είναι ένα τραγούδι που ήταν γνωστό τόσο σε παιδιά που μεγάλωσαν σε αστικά-μητροπολιτικά περιβάλλοντα όσο και σε παιδιά που πέρασαν την παιδική τους ηλικία στην επαρχία, ακόμα και σε χωριά. Η οικουμενικότητα καθώς και η καθολική κατίσχυση του Μενούση σαν τραγουδιού που απευθύνεται σε παιδιά παρόλο το παραδοσιακό φορτίο που κουβαλάει μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο Μενούσης δεν ήταν απλώς ένα mainstream δημοτικό-παραδοσιακό τραγούδι που αφομοιώθηκε και αναπαράχθηκε πολλαπλασιαστικά από το ‘’λαϊκό στόμα’’, (όπως πχ τα σαράντα παλικάρια ή το μήλο μου κόκκινο) αλλά ένα παραδοσιακό-δημοτικό τραγούδι που η απεύθυνσή του περιορίστηκε στα παιδικά αυτιά παρόλο που η καταγωγή του αναζητείται στα τραγούδια της τάβλας, όπως αναφέρει ο Μ. Περάνθης.
  Στον Μενούση, ο τραγικός ήρωας Μενούσης (καθόλου απίθανο ,αναφέρει ο Καλλιμαύκης, το Μενούσης να είναι εκδοχή του ονόματος Μανούσος και συνεπώς η αφήγηση να τοποθετείται τοπικά στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη) σκοτώνει την γυναίκα του διότι αυτή όπως πληροφορείται από τον Μπιρμπίλη ή τον Μεχμέτ Αγά (άγνωστη η πηγή του μιας και ο στίχος είναι όμορφη γυναίκα που’χεις βρε Μενούσ’ Αγά) έπλυνε το μαντήλι και πιθανώς είχε και περαιτέρω επαφή με κάποιον από τους δύο. Στην πατριαρχική κοινωνία του 17ου αιώνα η γυναίκα ήταν ιδιοκτησία του αντρός της και οποιαδήποτε κοινωνική επαφή της όφειλε να γινόταν αν όχι με την παρουσία, πάντως σίγουρα με την έγκριση του συζύγου της. Η τραγικότητα και η απόγνωση του τραγικού Μενούση εξαντλείται στον στίχο σήκω πάπια μ’, σήκω χήνα μ’, σήκω πέρδικα μ’, όπου ο δολοφόνος φαίνεται μετανιωμένος για τον φόνο που διέπραξε ενώ ταυτόχρονα αφήνει να εννοηθεί ο ελλατωμένος καταλογισμός του διότι τον διέπραξε σε κατάσταση μέθης (το πρωί ξεμεθυσμένος πάει την έκλαψε).
  Το ερώτημα που απαίδευτα προκύπτει είναι το εξής : γιατί ένα τραγούδι με σκοτεινό περιεχόμενο και σκηνές συζυγικού φόνου να έχει καθιερωθεί στην λαϊκή συνείδηση σαν τραγούδι παιδικό; Ο απορία μας διογκώθηκε όταν με την παράλληλη γιγάντωση των αφηγήσεων συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήταν το μόνο παιδικό τραγούδι με σκοτεινό περιεχόμενο. Ανατρέξαμε στο ‘’Ήταν ένα μικρό καράβι’’ και βρήκαμε σκηνές καννιβαλισμού, αργότερα σταθήκαμε στα ‘’δέκα παπάκια’’ και η διαδοχική εξαφάνιση σε κάθε στροφή και ενός μικρού παπιού αναπόφευκτα μας οδήγησε στους ‘’δέκα ινδιάνους’’ της Αγκάθα Κρίστι. Το μυθιστόρημα και κατόπιν θεατρικό έργο της Κρίστι αποτυπώνει με την λογοτεχνική δεινότητα της δημιουργού του ένα στέρεο και κλασσικό μοτίβο του δυτικού λαϊκού παραμυθιού, την διαδοχική εξαφάνιση σε κάθε σκηνή-στροφή και ενός προσώπου. Η αγωνία για τον αναγνώστη κορυφώνεται και το συνεχώς εντεινόμενο σασπένς εμπλέκει τον ακροατή-θεατή φαινομενικά ενεργά στην ροή της ιστορίας ,υποψιαζόμενος τον υπαίτιο των εξαφανίσεων-φόνων. Θυμηθήκαμε όλες και όλοι μας έτσι την φρεγάτα, το τραγούδι που η πλοκή του εξελίσσεται πάνω στην ίδια εκφραστική πλατφόρμα :

Στο πρώτο της ταξίδι, παιδιά, όλα πάνε καλά / κάνε μια ψαλιδίτσα
Στο δεύτερο της ταξίδι, παιδιά, σκίστηκαν τα πανιά / κάνε μια ψαλιδίτσα
Στο τρίτο της ταξίδι, παιδιά, σπάσανε τα κουπιά / κάνε μια ψαλιδίτσα
Στο τέταρτό της ταξίδι, παιδιά, βούλιαξε στα βαθιά / κάνε μια ψαλιδιά

Μπορεί η ένταση του συναισθηματικού φορτίου να ποικίλει κάθε φορά και ανάλογα με τον στίχο, ωστόσο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η τραγική κατάληξη της φρεγάτας όπως και αυτή της ωραίας πεταλούδας δεν παράγει νοήματα και σηματοδοτήσεις. Αναπόφευκτα μάλλον θα κάνουμε την σκέψη : Είναι παιδαγωγικό να παρουσιάζονται τέτοια νοήματα συντριβής και ολέθρου σε ένα παιδικό μυαλό ; Με άλλο τρόπο,  το γεγονός ότι τόσα χρόνια αυτό το πράγμα γίνεται συνειδητά και με μεθοδικότητα μήπως πρέπει να μας κάνει να διερωτηθούμε αν αυτό το περιεχόμενο ευχαριστεί το παιδικό μυαλό, του προσφέρει ηδονή ή ακόμα επιζητείται από την όχι και τόσο αθώα και αγαθή τελικά παιδική σκέψη.
   Δεν έλειψαν τα δημώδη αναγνώσματα που μας εξέπληξαν με το αντιπαιδαγωγικό τους περιεχόμενο, όπως αυτό που εντοπίσαμε στην συλλογή Ευθυμίου και το παραθέτουμε :


Το παιδί μου το γραμμένο


Το παιδί μου το γραμμένο και τα’ ακριβογυρεμένο
Μυγδαλιά ‘ναι η μάνα του, πεύκος ο πατέρας του
Κυπαρίσσι φουντωτό είναι τα’ αδερφάκι του
Κι όποιος δεν μου τα’ αγαπεί πέντε μέρες ν’ αρρωστεί
Στες εφτά και στες οχτώ και στες δεκατέσσερεις
Να τον πάνουν τέσσερεις

   Δεν εκπλαγήκαμε τόσο με την έντεχνη απόδοση του σκοτεινού περιεχομένου της έννοιας της παιδικότητας από τον Κ. Καρυωτάκη. Στο ποίημα του ‘’Παιδικό’’ που συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτυρες, τοποθετεί στο στόμα ενός παιδιού που μονολογεί κάτω από τον έναστρο ουρανό τα κάτωθι λόγια:

Κλαίοντας θα πώ : Άστρα μου, αστράκια / τα’ άλλα παιδάκια θα τ’ αγαπώ

Ας με χτυπούν πάντα κι ακόμα / θα ‘μαι το χώμα που το πατούν

   Δώσαμε ιδιαίτερη σημασία στην κάθε αφήγηση που είχε να μας χαρίσει ο κάθε φίλος, ο κάθε σύντροφος, ο καθένας που θα γνωρίζαμε και μαζί του θα αγγίζαμε το θέμα αυτό. Και μέσα απ’ αυτό το μοίρασμα προέκυψε και η ανάγκη για έκφραση κάποιων συναισθημάτων, αναμνήσεων απωθημένων, εικόνων και ήχων που πιθανώς να μην έχουν καταλαγιάσει ακόμα μέσα μας, ασχέτως αν πέρασαν χρόνια και φαντάζουν ξεχασμένα από την λειτουργία της μνήμης.
   Η ενασχόληση με το θέμα του παιδικού ψυχικού κόσμου ήταν ανέκαθεν σαν ένα καυτό κομμάτι σιδήρου : κανείς δεν τολμούσε να το αγγίξει. Αλλά και όσοι το τόλμησαν, το έκαναν μόνο με το γάντι της συντηρητικής σκοπιάς. Το παιδί παρουσιάστηκε σαν ένα tabula rasa, a priori αγαθό, που εκμαυλίζεται από την ‘’αμαρτωλή’’ κοινωνία και είναι ικανό να προσφέρει τόση αγάπη, όση δεχτεί. Η συντηρητική ρητορεία της Εκκλησίας προσέγγισε δόλια το θέμα στήνοντας ομάδες κατήχησης, ο κρατικός σχηματισμός κινητοποίησε τον μηχανισμό της εκπαίδευσης και της σταδιακής ένταξης του νέου στον κοινωνικό ιστό και η λόγια διανόηση εκπόνησε το τερατούργημα της ‘’Διαπαιδαγώγησης των Νέων’’. Διαβάζουμε στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου ’’Κελαϊδήματα’’, μιας συλλογής τραγουδιών που εξέδωσε η Χριστιανική Ένωση Καβάλας το 1988 :

Οι χριστιανικές μαθητικές ομάδες φιλοδοξούμε να απαλλάξουμε τα μέλη μας από τα άγρια μουγκρητά μιας χυδαίας μουσικής που κουράζει τόσο πολύ τον σημερινό άνθρωπο και σας προσφέρουμε μια ανθοδέσμη από ολόδροσα χριστιανικά και πατριωτικά τραγούδια.

   Κάπου εκεί, στις αρχές του 20ου αιώνα, το σαθρό οικοδόμημα άρχισε να καταρρέει με τις βαθιές τομές που προξένησε το έργο του Sigmund Freud. Ο Freud αμφισβήτησε την παραδοχή ότι η αγαθή σκέψη του παιδιού ‘’τραυματίζεται’’ από τις πονηρές σκέψεις των ενηλίκων. Τόλμησε να υποστηρίξει ότι η ερωτική ορμή βιώνεται αισθητά από την βρεφική ηλικία και ότι η ερωτική επιθυμία είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες διαμόρφωσης του ψυχικού κόσμου. Η επιθυμία ερωτικής συνεύρεσης του γιου με την μητέρα του και η συνάντηση της πατρικής απαγόρευσης ονομάστηκε οιδιπόδειο σύμπλεγμα και παρουσιάστηκε σαν τραύμα που βιώνει το παιδί, στην ηλικία των πέντε κατά προσέγγιση. Ο ευνουχισμός, ο πατρικός λόγος, το κατασκεύασμα του υπέρ-εγώ, οι απωθημένες αναμνήσεις και πολλά ακόμα τάραξαν τα λιμνάζοντα ύδατα της μέχρι τότε σκέψης, φέρνοντας στο προσκήνιο την θεραπευτική μέθοδο νευρώσεων και ψυχώσεων, την επιστήμη της ψυχανάλυσης.
   Αναζητώντας, ωστόσο, τραγούδια που θα ήταν φορείς (εμφανείς ή και μη) μιας κάποιας παιδικής σεξουαλικότητας συναντήσαμε τοίχο. Εξαιρούμε τα τραγούδια εκείνα που προτρέπουν κατ’ εξοχήν τον γιο και εξαιρετικά την κόρη να μεγαλώσει και να παντρευτεί και κατά την γνώμη μας αναπαράγουν τις κυρίαρχες πατριαρχικές θεσμίσεις της πυρηνικής οικογένειας και της οικογενειακής διαιώνησης της ιδιοκτησίας. Άλλωστε τέτοιου είδους τραγούδια πολύ περισσότερο έχουν να κάνουν με την συντήρηση δομών και θεσμίσεων της προκαπιταλιστικής - πατριαρχικής κοινωνίας παρά με την δόμηση του παιδικού εγώ σαν σεξουαλικού υποκειμένου. Τέτοια αποσπάσματα συναντάμε στην καταγραφή Σπεράντσα

Κοιμήσου συ, κοιμήσου συ κι η τύχη σου δουλεύγει
Και το καλό σου ριζικό να κουβαλή, να φέρνη,
Να κοιμηθή, να κοιμηθή, να γίνει ντο μεγάλο
Να το χαρώ στες παντρειές κι ύστερις ας πεθάνω

αλλά και στην συλλογή Σιγάλα

ο ύπνος μου στα μάτια σου κι η γεια στην κεφαλή σου
κι η αγρυπνιά στον κύρη σου να κάμη το προικί σου
κοιμήσου, που στο γάμο σου, στ’ αρραβωνιάσματά σου
θ’ ανοίξουν ρόδα και ανθοί μέσα στην κάμερά σου.


   Μέσα σ’ αυτό το ευρύ πεδίο που ονομάζεται παιδικό τραγούδι, η αναζήτησή μας δεν μπορούσε να μην σκοντάψει στον τομέα εκείνο που ονομάζεται ‘’νανούρισμα’’ και να μην αναδείξει τα χαρακτηριστικά εκείνα που κατά την γνώμη μας πλαισιώνουν την σκοτεινή πλευρά του παιδικού τραγουδιού. Το πρώτο ποιοτικό χαρακτηριστικό του νανουρίσματος είναι η αυτό-καταργητικότητά, μια εσωτερική αντίφαση. Αφενός η χρηστικότητά τους περιορίζεται μόνο κατά το στάδιο που το παιδί είναι έτοιμο να κοιμηθεί και μέχρι να το πάρει ο ύπνος. Κανείς ποτέ δεν τραγούδησε νανούρισμα σε κοινωνική συνθήκη διαφορετική πέρα απ’ αυτήν για την οποία προορίζεται. Αφετέρου η αντίφαση που εντοπίζουμε στο νανούρισμα σκιαγραφείται για πρώτη φορά από τον Πλάτωνα ο οποίος γράφει :

Για τα παιδιά που δύσκολα τα παίρνει ο ύπνος, οι μητέρες τους δεν τους προσφέρουν ηρεμία αλλά το αντίθετο, κίνηση στις αγκαλιές τους και δεν τους προσφέρουν ησυχία αλλά μελωδίες.

   Το βασικό εκφραστικό μοτίβο που συναντάμε στα παραδοσιακά νανουρίσματα είναι μια έντονη ανάγκη – επιθυμία του γονέα να κοιμίσει το παιδί του. Έτσι πολύ συχνά ο ύπνος προσωποποιείται και επικαλείται να έρθει για να πάρει το παιδί. Διαβάζουμε στην συλλογή Μανωλακάκη :

Ύπνε μου έλα πάρε το και πάλι φέρε μου το

Κι αν μου το πάρεις το παιδί τρεις χώρες σου χαρίζω
πάρε και γύρισέ το μου σ’ όλα τα περιβόλια
όπου μυρίζουν οι ανθοί, μοσκοβολούν οι κρίνοι

   Παράλληλα όμως με την ανάγκη αυτή, εντοπίζεται κι ένας λανθάνων φόβος. Ο φόβος μήπως το πρόσωπο ,πλέον, ύπνος δεν φέρει πίσω το παιδί αλλά το κρατήσει για πάντα μαζί του. Για τον λόγο αυτό η διαδικασία του να ξυπνήσεις το παιδί που κοιμάται φαίνεται να απαιτεί σεβασμό και μεθοδικότητα. Διαβάζουμε στην συλλογή Παχτίκου :

Κοιμάται το μωράκι μου και πώς να το ξυπνήσω.
Να πάρω διαμαντόπετρες να το πετροβολήσω

Αλλά και στο νανούρισμα που μας παρατίθεται συλλογή Γνευτού :

Κοιμάται το παιδάκι μου και ποιος θα το ξυπνήσει
Τα’ αηδόνι της Ανατολής ή το πουλί της Δύσης
Κοιμάται το μωράκι μου, κανείς μην το ξυπνήσει
Ώσπου να ‘ρθει η μάνα του να το γλυκοφιλήσει

 
   Προσπαθώντας να επεκτείνουμε την ανάλυση με εργαλεία ιστορικοβουλητικά, συμπεραίνουμε πως η έντονη ανάγκη που διαφαίνεται στα δημοτικά νανουρίσματα να κοιμηθεί και να μεγαλώσει το παιδί αποτυπώνει την κοινωνική ανάγκη να μεγαλώσει ο νέος, να γίνει οικονομικά ενεργός άντρας και να μπει στην παραγωγική διαδικασία. Να αναλάβει, ενδεχομένως την οικονομική διαχείριση και να επιτελέσει τον κοινωνικό εκείνο ρόλο που του έχει αποδοθεί, συμπεριλαμβανομένου και του σεξουαλικού (sexual performativity). Κατ’ αντιστοιχία η αναπαραγωγή του κοινωνικού ρόλου της μικρής κόρης ολοκληρώνεται με την παντρειά της και με την ανάληψη των συζυγικών – καταπιεστικών και αυτοπεριοριστικών καθηκόντων της. Δυστυχώς η κοινωνική αλήθεια που αναδύεται από την ανάγνωση τέτοιων στίχων παραλληλίζεται με φυσικές και αιώνιες αλήθειες όπως αυτή του στίχου ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια.

Το μπαλνταφάν είναι προσωπική μου παιδική ανάμνηση. Στο σχολείο κάναμε πάρτι μασκέ όπου τα παιδάκια με την συνοδεία γονέων και κηδεμόνων ντύνοταν ζορό, καμπόηδες, σερίφηδες, νίντζα και βασίλισσες της άνοιξης, πίνανε πορτοκαλάδα ανάμικτη με κοκα-κόλα και χουφτώνανε το ένα το άλλο. Το μπαλνταφάν προέρχεται από το γαλλικό bal d' enfant (ο χωρός του παιδιού). Παραθέτω με μεγάλη χαρά ένα τραγούδι από τον επικείμενο δίσκο!