13.8.12

για τα τρελάδικα μιλάω



για τα τρελάδικα μιλάω


ντάξει, κοίτα: εγώ φιλαδέλφεια μεγάλωσα.
με τα σιρόπια και τις ντρόγκες είχα παρτίδες από πρώτο χέρι.
μετά αντάμωσα με τον άνεμο και γίναμε κι οι δυο τοξοβόλοι.
"βάλατε δις" και "ποτέ εντός σας"
αλλά η θλίψη θλίψη.
έτσι αυτοί έτσι εμείς.
έτσι αυτοί έτσι εμείς.
Το χέρι μου κοίτα! ~
Το βλέπεις;
... για τα τρελάδικα μιλάω

αλλά κρατώ στο νου μου 
την ευτυχία των εραστών τη στιγμή που γινόντανε τοξοβόλοι.





3.8.12

μεσολαβούσης εμπειρίας ποιητικής

Αυτός, επιβαίνων μετά συντριπτικής ανέσεως επί δικύκλου επονομαζομένου καζεάρ και τελών εργατική υπηρεσία διασκέδασης του εν αθήναις εκδιδομένου εντύπου υπό την ξενικήν ονομασίαν "άθενς βόις", περιεργάζεται ,χρήττων την αριστερά του χειρ, τινά πεπαλαιωμένα αντικείμενα εντός της δεξιάς του τσέπης, ενώ ταυτοχρόνως μαλάζει εντέχνως το χειρόγκαζον μετά αρμονικών κινήσεων της δεξιάς του χειρός, προσπίπτων παραλλήλως μετά συνεχών και επαναλαμβανομένων βλεμμάτων εις τον φωτεινόν σηματοδότην.
Σκανδαλωδώς αμύητος εις τον σουρεαλισμό μα και σε πάσα μορφή ποιητικής εμπειρίας, συναντά τον εαυτό του ξεστομίζοντα την ακολούθη φράση (συντετριμμένος υπό την πρόσπιψη σε νέους επικοινωνιακούς κώδικες μα και ταυτοχρόνως διατελών εξωχρονικός παρατηρήτής ενός φαινομένου που προέκυπτε εντός του) απευθυνόμενος σε διαβάτισσα νεαρή:


-έι που πας γυναίκα με το μυτερό καπέλο;

Μεσολαβησάντων περί των επτά δευτερολέπτων σιωπής ασθμαινούσης και εγκαρδίων βλεματικών διαξιφισμών εκατέρωθεν των πρωταγωνιστών, η νεαρά κορασίς, διατελούσα περιστροφή ενστηριγμένη εις την σπονδυλικήν της στήλην και ρίψασα βλέμμα δρεπανηφόρον εις τον αμέτοχον αναβάτην, ενεκάλει στιγμές της παιδικής της νεότητας και τείνουσα την αριστερά χειρ με προοπτική κατεύθυνση εις Δύσιν, μετά ενγενούς παρρησίας μα και εκλαγνισάσης φωνής λέγει:

-στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω, στα κρεμαστά νερά που βαφτισμένο σε έχω!

Προσωρινώς συντετριμμένος ο αμέτοχος αναβάτης αναμοχλέυει προκατασκευασμένες απαντήσεις εις την νοητικήν του δεξαμενήν, μα παντεποπτώς αποτυχήσας διατηρεί το είδος εκείνης της σιωπής που διαπερνά τους νοσοκομειακούς θαλάμους και τις ψυχιατρικές κλίνες, ενώ ταυτοχρόνως τελών σπασμωδικής σωματικής κινήσεως τεινούσης επί οδοστρώματος, σκύβει και ξεριζώνει ανθόν άλικον,
 φυώμενον επί πεζοδρομίου. (Υπενθυμίζουμε δια την παντελήν απουσίαν τριβής του αμετόχου αναβάτην με την ποιητικήν εμπειρίαν.)
Η νεαρά κορασίς τότε, υποβασταζομένη και περιστοιχιζομένη εξ' ορδών εξαγριωμένων σχιζομητροπολιτάνων και ενεχαρούσα, έτι, δια το ποιητικόν κάλλος της στιγμής ανυψώθη περί τους δύο μηριαίους πήχεις άνωθεν του οδοστρώματος και χρήσασα ανθυψιφωνικών δυνατοτήτων, ενετραγούδησε μετά βδελυγμίας το κάτωθι άσμα:

σημ: (ο γράφων τέλεσε παρατηρητής του επεισοδίου και αυτουσίως το μεταφέρει από τα μεσαιωνικά Πατήσια του 1479 μ.Χ.)





2.8.12

εξυπνάδες #2


να σε συναντήσω τυχαία
ενώ με ψάχνεις διακαώς
κάπως να ξαναγίνει κάτι
να έρθεις ακάλεστη, ας πουμε
ή να λες εγώ
και να εννοείς εσύ
δεν ξέρω
κάτι πρέπει να συμβεί
για να γλιτώσουμε απ'την λήθη.

Εγώ συνήθως βουτάω σε εκείνο το πηγάδι που για πάτο έχει το στέρνο μου.
Μα αν τυχόν κάνω και σκύψω λίγο το κεφάλι για να δω το βάθος του
ζαλίζομαι από τα χρόνια που μεσολαβούν. Ξέρεις, και όλα όσα κουβαλάνε μαζί τους: τους μικρούς θανάτους, τις καταδύσεις, τις ελιές στα μάγουλα, τα κόκκινα φουλάρια και τις επίμονες αρνήσεις.

να με αρπάξεις και να με φιλήσεις
όπως θα έκανες αν δεν φοβόσουν
χωρίς να περιμένεις σινιάλο συγκατάβασης
χωρίς να κοιτάξεις το βάθος του πηγαδιού μου
ή να μου κρύψεις τις βαλίτσες
και να μου πεις "κύριε, δεν θα σας επιτρέψω ποτέ ξανά
να φύγετε χωρίς εμένα"
(μετά να γίνει κάτι ακόμα
ας πούμε να μας επισκεφτεί ο Friedrich Schiller
που όταν του στέρευε η έμπνευση
έχωνε στις αράδες του ατάκες από τα κιτάπια
του ιστορικού υλισμού.)

να με γεμίσεις
και να σκύψω
 έτσι θα χυθώ
και θα αδειάσω
να με ξεχάσεις
για να μπορέσω
κι αν θυμηθείς
να με αναφέρεις.



στη mir