29.11.12

Αυτή και η πόλη




Σαστισμένη καθώς στεκόταν μπρος στα εμπορεύματα,
κατάπινε υπομονετικά την βία που δεχόταν από την κυρίαρχη στην εποχή της Σχολή των "απ' όλα κι από λίγο", 
ενώ γυμνή μα και κρυμμένη απ' όλους ταυτόχρονα 
-πρωτίστως από την μητέρα της- 
μισή καθώς έμεινε και λίγη καθώς ήταν,
βόλταρε σπειροειδώς στην κεντρική πλατεία μιας πόλης που κανείς δεν την συνάντησε και κανείς δεν παραξενεύτηκε.
Αυτή η πόλη ανήκει σε όσους διαγράφουν πάνω της ευθύγραμμες τροχιές και επιδέξια αγνοούνε τους μισούς και λίγους:

ματαιότητα ήταν η λέξη που την περιέγραφε στις πρόχειρες σημειώσεις ενός ανέμπνευστου μυθιστορηματογράφου.



Α.Α., γενάρης του '88



Πάδοβα, 1974


21.11.12

Μωρά στη Φωτιά (αναμνήσεις)



Τα χρόνια ασάλευτα μας χαιρετούν, καθώς με βήμα γοργό απομακρυνόμαστε από τον θάνατο των παιδικών μας χρόνων. Τότε που σπάγαμε τους αστραγάλους μας τραγουδώντας "όλοι μας χαμένοι στο παιχνίδι της ζωής", σε προφανή άγνοια τόσο για το παιχνίδι όσο και για την ήττα. Άλλωστε αυτή από τότε μας κοιτούσε σαν γάτα, θυμάσαι;

Τότε πρωτομάθαμε τον Καρυωτάκη, τότε πρωτοδοκιμάσαμε την στυφή γεύση της θλίψης. Καταφανώς ενθουσιασμένοι από τα νέα ερεθίσματα του ουρανίσκου μας, το κάναμε και το παρακάναμε. "Βάλ' το στο ριπίτ και φέρε δυο ρετσίνες από το ψυγείο. Αγόρασα 14 σήμερα", με τα λεφτά του πατέρα μου βέβαια αλλά "αφού είναι φυλακή η οικογένεια, τί να κάνεις", μεθούσαμε και μετά ξερνούσαμε στην τουαλέτα της γιαγιάς. Μετά μας έπαιρνε ο ύπνος (όχι μετά τις 2, θυμάσαι;) με τον πρώτο δίσκο από τα μωρά στην 24η επανάληψη και ξυπνούσαμε ζαλισμένοι από τις κραυγές του Σαλβαδόρ και με την ξινή γεύση της μαλαματίνας στον οισοφάγο. 

Μετά πάλι τα ίδια: λεωφορείο για τη Θεσσαλονίκη, Ιούλης του 2003, καύσωνας και άπνοια, δεκαεφτά χρονών εγώ, δεκαεφτά κι εσύ. Συναυλία στις Συκιές, στο ανοιχτό Θέατρο, τέρμα Επταπυργίου. Εσύ να έχεις κολλήσει με τον Ρουσσόπουλο στις κιθάρες κι εγώ να κοιτάω τον Στέλιο με την θριαμβευτική αυτοπεποίθηση ότι ξέρει το όνομά μου. Τότε πρωτοήπια χασίς, θα 'θελα να' ξερα που το βρήκες...μετά να περιμένουμε, άυπνοι κι ευτυχισμένοι, στο κτελ για το πρώτο δρομολόγιο. Εσύ τότε έγραφες και στίχους, θυμάμαι.

Την άλλη μέρα στο μπαρ έξω απ' την πόλη που έπαιζες συχνά. Εγώ στη μπάρα, μόλις είχα πρωτομάθει να πίνω ουίσκι, τότε, κι εσύ κάπνιζες περίπου 72 στριφτά κάθε μέρα, θυμάσαι; Μπότες μαύρα, ρούχα μαύρα απαραίτητα και φειδωλοί στα χαμόγελα. Οι επίμονες περιστροφές γύρω από τον εαυτό μας ασκούσαν την κεντρομόλο παντού γύρω μας. Αλλά τότε δεν μας ένοιαζε να φιληθούμε, παρά μόνο να μάθουμε όλους τους στίχους απ'έξω. Απογοητευόμασταν μετά αλλά εσύ, πίσω απ' το πικάπ, έβαζες το "μόνος σου ξανά" κι εγώ πεταγόμουν στη "πίστα" έφερνα δυο γύρες και έτρεχα αμέσως στην τουαλέτα να ξεράσω τα αμαρτήματα. Τουλάχιστον δεν τα κρατούσα μέσα μου, δεν το λες και κρίμα...
 
Διδάξαμε αλητεία, τότε, και διδαχθήκαμε λίγη φαντασία. Από τους μύθους για τα τρελάδικα, τη χιονάτη και τα καρτέρια στο Ναυαρίνο μέχρι την Κατερίνα Μουστάκα, τον Τσακαλίδη και τους "τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας". Από τα live στην "Σελήνη", μέχρι τα γκρίζα και παγωμένα 80's των "metro decay" ή των "χωρίς περιδέραιο". Από την απόσταση που μεσολαβούσε την θλιψιογόνο εφηβεία μας και το μακρυνό 1987...

Μετά την άλλη μέρα σπίτι σου, θυμάσαι; Να προσπαθείς να βγάλεις το "μανιφέστο"στην κιθάρα γιατί είχαμε πει να το παίζαμε στην σχολική γιορτή της 17ης Νοεμβρίου στο σχολείο. "Αντιεξουσιαστής" από τότε, με ρωτούσες μέσα στην τάξη πως ήταν ο Στέλιος όταν τον συνάντησα από κοντά. Κι εγώ το έπαιζα ιστορία και αράδιαζα από το κεφάλι μου μισές αλήθειες και μισά ψέματα. Μετά live στη Ξανθίππη, στην Καβάλα, στον Μύλο, στον Άρδα, στο Θυμωμένο Πορτραίτο και στο Κύτταρο. Μέχρι και σε φεστιβάλ της κνε είχαμε πάει, θυμάσαι; Πάντα μεθυσμένος εσύ κι εγώ με την απαράμιλλη βεβαιότητα ότι "είναι άλλη μια σκυλίσια μέρα", σαν κάθε τώρα, σαν κάθε μέρα.

Θέλω να πω πως τα τραγούδια μένουν και τα χρόνια που περνάνε ταϊζουνε τους μύθους, τους σπασμένους αστραγάλους, τους λαμπάτους ενισχυτές και τους Θεατρίνους, που όλο και πληθαίνουν στη ζωή μας...

Τελειώνοντας θέλω να σου πω πως από τότε δεν έχω αλλάξει καθόλου μα καθόλου.



Ταπεινή τέχνη, χωρίς ύφος, πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου...


...όνειρο ανάγλυφο θα 'ρθω κοντά σου κατακορύφως!
 








20.11.12

Από πάντα άπλυτοι (φόρος τιμής στον Χ.Μ.)



Μισσό ποίημα - propaganda collective
στούντιο δεύτερος όροφος: μπαουλοντίβανα και καλαμποκάλευρο
Θεσσαλονίκη-Μέτσοβο-Αθήνα
tattoo στα μπράτσα, 2009,
οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις,
μια άλλη κοινωνία-ένας άλλος άνθρωπος,
υπερήφανα η ντροπή του έθνους...

14.11.12

Ο πρώτος χειμώνας (1983)



Η Ανατολή Αργά μιλάει για τον βουβό χειμώνα του 1983
τότε που οι δούλοι μόλις είχαν αρχίσει να μοιάζουν με τα αφεντικά τους






Απογοητεύτηκα: δεν τον περίμενα έτσι τον χειμώνα.

Ποτέ δεν φαντάστηκα πως μέχρι τον Δεκέμβρη μένει σιωπηλός,
ύπουλα κι υπομονετικά,
και μετά ξαμολαει τα σκυλιά του να μας κυνηγάνε στα σοκάκια σφυρίζοντας μέσα από σάπια κουφώματα εγκατειλημμένων αρχοντικών,
να τρυπάει τα κόκκαλα και να φυτεύει στο βάθος υφάλμυρες τύψεις και καυστικές αναμνήσεις παιδικών αποθημένων,
να γαζώνει τα χείλια σφιχτά, να θέλεις να φωνάξεις και να μην μπορείς, να θέλεις να δαγκώσεις και να μην μπορείς, να θέλεις να κλάψεις και να μην μπορείς,
γιατί το χειμώνα τα δάκρυα παγώνουν
πριν καν ολοκληρώσουν τον υδάτινο κύκλο
που ξεκινάει την Άνοιξη
όλο χαρές και υποσχέσεις
κι εγώ απογοητεύτηκα γιατί δεν τον περίμενα έτσι τον χειμώνα.

Εγώ νόμιζα ότι θα καθόμασταν απέναντι απ' το τζάκι 
και θα εκμυστηρευόμασταν η μία στην άλλη τις παρανομίες μας. 



Ιταλία, Τορίνο, 1978,




12.11.12

Παρηχήσεις #2



Αδιόρθωτο θράσος
κι ατιθάσευτο θέρος,
ερυθρά κι ασυνόδευτη
έπαρση σε ωθεί.

Αθυρόστομη ρήση
ενός αθόρυβου έθους,
ρασοφόρου θυσία
και ο κύβος ερρίφθη.

 H φθορά θρήνουσα
 αριθμούς φέρει,
 αντεθνώς θήρουσα
και ανθούς θρέφει.

Φέρω φάρο εμφανή κι ενυμφίομαι:
ενυμφώς και γυνή,
εμφανώς και γυμνή.




Η Ανατολή Αργά συνομιλούσε με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ήταν οι δυο τους που με τα νύχια τους έσκαψαν τα σαθρά θεμέλια της βραχύβιας αβάν γκαρντ ελληνικής σχολής. Το ποίημα "παρηχήσεις #2" βρέθηκε γραμμένο στον τοίχο του σπιτιού της, δίπλα από το ράφι με τις κονσέρβες, βγαίνοντας από το χολ αριστερά πριν τον καλόγερο. Σε συνέχεια του "παρηχήσεις #1"...

6.11.12

τον καφέ που λέγαμε



Η Ανατολή Αργά ήταν κι αυτή παιδί του τόπου και του χρόνου της. Μέσα από την ήττα της (αυτή και η γενιά της) κατάφερε να αλλάξει τον κόσμο. Αναδημοσιεύουμε το ποίημά της "τον καφέ που λέγαμε" έτσι όπως βρέθηκε γραμμένο πίσω από απόδειξη καταστήματος εσωρούχων, που φέρει την συγκινητική ημερομηνία 10 Απριλίου 1982.

Άσε κατά μέρους, σε παρακαλώ, τις εξυπνάδες
κι έλα να τα βάλουμε κάτω:
εσύ θέλεις να είσαι γαμάτος.
Συνέχεια, όλο και αδιάκοπα.
Να μου μιλάς για αυτά που ξέρεις
και καθόλου δεν με ενδιαφέρουν.
Εγώ πάλι θέλω να με ακούς
όταν θυμάμαι τα χρόνια μου στο λύκειο
κι από τον φόβο μου τρέμω,
όταν φαντάζομαι το αύριο
και πνίγομαι στις ενοχές μου.

Άσε κατά μέρους τις εξυπνάδες
κι έλα να πιούμε τον καφέ που λέγαμε.
Όμως χωρίς Αντονόνι, Baudelaire και τα πτιφουράκια της μαμάς σου.
Αν θέλεις, μόνο, κανένα φιλί διαρκείας.






2.11.12

αυτοί οι μουσουλμάνοι...



Αυτοί οι μουσουλμάνοι τελικά είναι

ΣΚΟΤΑΔΙΣΤΕΣ

και

ΘΡΗΣΚΟΛΗΠΤΟΙ