21.7.12

Εξυπνάδες #1



Σαν κάθε καλό διαφημιστικό σποτ,
τα όνειρά μας είναι και καταφύγια.
Εκεί κουρνιάζουμε αποκαμωμένοι
μετά από τις μάχες με τις ενοχές μας.
Εκτός αν είμαστε φοβισμένοι ή παιδιά χωρισμένων γονιών
και τότε καταφύγιο δεν υπάρχει.


Κι ο πιο μεγάλος φόβος μου φοβάται μην τον φοβηθώ.

20.7.12

Μια εβδομάδα πριν συναντήσει την Τερέζα

"Ζούσε σ'ένα σπιτάκι, μαζί με την μάνα του και τον πατέρα του, δυο δωμάτια και κουζίνα, δίπλα στα νταμάρια της Πετρούπολης. Το σπίτι είχε μπροστά ένα χωματόδρομο πηγμένο δυο παλάμες σκόνη σαν λεπτή πούδρα, που'φερνε ο αέρας απ'τα νταμάρια κι ακόμα μια μικρή κατάξερη αυλή μέσα σε μια μαντρίτσα από ασπρισμένες πλίνθες.
Πράγμα περίεργο για την περιοχή, στην αυλή μέσα φύτρωνε κι ένα φυματικό πεύκο.
Τ'απομεσήμερο του καλοκαιριού ο γέρος έπαιρνε την καρέκλα του κι έλεγε "πάω στην εξοχή" και πήγαινε μες στο ντάντανο και την άραζε κάτω από το πεύκο και καθόταν εκεί μέχρι το σούρουπο και σκεφτόταν, ένας θεός ξέρει...
Είχε και μια αδελφή παρθένα τριαντάρα-το μαράζι της μάνας του- νταρντάνα κι άσχημη, σαν άντρας ντυμένος γυναίκα κα με γάμπες μες στην τρίχα. Δεν ήθελε να βάλει ξυράφι γιατί ήταν, λέει, πρόστυχο. Όλη την ημέρα την περνούσε μες στο σπίτι. Δεν μιλούσε σ'άνθρωπο, παρέες δεν είχε, σινεμά δεν πήγαινε. Δυο ποντους δεν ξεμύταγε απ'την ματρίτσα. Μια φορά που της βρήκανε δουλειά σ'ένα εργοστάσιο με υφάσματα στο τέρμα Αχαρνών, πήγε για δυο μέρες και την τρίτη έβαλε τα κλάματα κι είπε πως δεν μπορεί να δουλέψει και κάθισε πάλι σπίτι.




Η Machules (muchless), η μηχανή που οδηγούσε ο Φάνης.




Η μάνα του μια ήσυχη χαμοζωισμένη γυναικούλα τα'βαζε μαζί του που δεν πήγαινε στην εκκλησία ν'ανάψει κανα κερί να πέσει κι αυτωνών κανένα καλό παιδί να την παντρέψουνε.

Και τότε τον Φάνη τον πιάναν οι κακίες του:

-Τί να παντρέψεις ρε μάνα από δαύτην, της έλεγε, δεν βλέπεις πως είναι; Σα πούστης με μαλλιά είναι. Επειδή είναι δικιά μας; Όχι για να μιλάμε στο γνήσιο.
Μια μέρα ήρθε ένας εστιάτορας από το Μιλγουώκη να επισκεφτεί μια συγγένισσά του, νοσοκόμα, που καθόταν απέναντί τους. Κατά το μεσημέρι την κιαλάρισε κι έτσι όπως ήταν ψηλή και γεμάτη κι αυτός 120 κιλά μέσα σ'ένα και σαράντα, του την έδωσε και την αγάπησε έτσι στα γρήγορα. Ήρθε στο γέρο του, κάθισαν στην "εξοχή" και τα κανόνισαν. {...}

(Νίκος Νικολαϊδης, ο οργισμένος βαλκάνιος, καστανιώτη, 1983)





18.7.12

η κυρία με το μυτερό καπέλο












Να λιώνεις
όσο πιο αργά σου είναι εύκολο,
μα όταν κρυώνεις
να ξαναπαγώνεις.
Στα πεταχτά
να ανασαίνεις
και με την επιπολαιότητά μου 
-αν μπορείς- να μη θυμώνεις.
Να κατανοείς
πως νοιώθουνε οι κλόνοι
που στεγάζουνε τις κούνιες 
των ανθρώπων που είναι μόνοι,
πως χορεύουνε στην ασυνέχειά τους
θεσπέσια και αρμονικά
-παρά το βάρος που κουβαλούν-
των ανθρακορύχων οι απογόνοι.
Να με ρωτάς.
Γνωρίζω πράγματα για σένα.
Να προσέχεις:
να μην αφήνεις αποτυπώματα
μα να μ'αγγίζεις που και που
όσο η Άνοιξη απλώνει,
όσο η ανάσα δυναμώνει.
Να με διασχίζεις
όσο συχνότερα επιτρέπεται.
Να χορεύεις,
μόνο έτσι μπορείς εσύ.

ΥΓ: μα πώς το ξέχασα, πόσο αφηρημένος είμαι:
να θυμάσαι, 
μόνο έτσι θα μπορέσω κι εγώ.