12.12.11

Ο Γιάννης και η Μαρία


Μία αυτοσχεδιαστική
νουβέλα σε 
συνέχεια της




Ο Γιάννης και η Μαρία


Ήταν πριν τις εννιά το βράδυ όταν ο Γιάννης έμεινε μόνος του στο ίδιο δωμάτιο με την Μαρία.

Ο Γιάννης, 22 χρόνων, τεταρτοετής φοιτητής στο τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών. Από τα παιδιά που μένουν σε σπίτι επιπλωμένο από το ΙΚΕΑ αν και σιχαίνονται αφόρητα την μαζικοποιημένη αισθητική. Ο Γιάννης δεν εργάζεται. Ζει με τα λεφτά που καταθέτει ο πατέρας του κάθε μήνα σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό που του άνοιξε πριν τέσσερα χρόνια για τον συγκεκριμένο σκοπό. Έτσι, μήνας μπαίνει - μήνας βγαίνει ο Γιάννης έχει την ευκαιρία να πάει με την εθνοcash κάρτα του στο κατά τόπο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας και να σηκώσει 350 ευρώ. Αυτή είναι η συμφωνία που έχει κάνει με τους γονείς του. Βέβαια το νοίκι του σπιτιού που μένει ο Γιάννης είναι 300 ευρώ και πληρώνεται μέσω πάγιας τραπεζικής εντολής από τον λογαριασμό του πατέρα του Γιάννη. Με τον τρόπο αυτό, ο Γιάννης είναι υπεύθυνος να κανονίσει τα μηνιαία του έξοδα με αυτά τα δεδομένα. Ένα πάρα πολύ χαριτωμένο παιχνίδι που, όμως, καμία σχέση δεν έχει με την αληθινή ζωή.
Με αυτά τα χρήματα ο Γιάννης έχει κανονίσει τον μηνιαίο προϋπολογισμό του. Έχει κάποια πάγια έξοδα όπως το φαγητό που παραγγέλνει τέσσερις με πέντε φορές την εβδομάδα, η κάρτα ομιλίας για το κινητό του, τα 20 ευρώ που κάθε βδομάδα βάζει στον κουμπαρά για το “ταμείο οικονομικής ενίσχυσης των φυλακισμένων αγωνιστών”, τα τσιγάρα του, μία χρυσή καρέλια κασετίνα και ένα πενηντάρικο κάθε δύο βδομάδες για τους μπάφους του. Συνήθως τα καταφέρνει και δεν βγαίνει εκτός προϋπολογισμού αλλά έχουνε τύχει και φορές που ψωνίζει πενηντάευρο τη βδομάδα ή μπορεί να κάτσει καμμιά καλή φάση με φίλους και ξύδια και να του “φύγουνε στο έτσι τα γκαφρά” όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά λέει. Σε τέτοιες περιπτώσεις τηλεφωνεί στην μητέρα του, που είναι πιο ελαστική μαζί του, και της ζητάει να του βάλει κανα πενηντάευρο στον λογαριασμό “γιατί τους είπε ο καθηγητής να πάρουνε κάτι τσόχες για τις μακέτες κι αυτές οι τσόχες είναι πανάκριβες”. Η μητέρα του πάντα του βάζει “και κανα πενηντάρικο παραπάνω μωρέ για κάθε ενδεχόμενο” συνήθως με την συμφωνία να το κρατήσουνε και οι δύο μυστικό από τον πατέρα του. Ο Γιάννης δεν έχει καθόλου τύψεις που λέει ψέμματα στην μητέρα του γιατί είναι “ιδεολογικά αντίθετος με την μισθωτή σκλαβιά” και θα προτιμούσε να “απαλλοτριώσει” κάποια τράπεζα και να “μολύνει την σάπια κοινωνία με το μικρόβιο της διάχυτης και πολύμορφης επαναστατικής δράσης” όπως έχουνε κάνει κάποιοι άλλοι “σύντροφοί” του εισοδηματίες, τρόπον τινά.
Ο Γιάννης δραστηριοποιείται τα τελευταία δύο χρόνια στον α/α χώρο και “ιδεολογικά έχει ληγμένα πολλά ζητήματα”, όπως και το γιαούρτι που κουβαλάει μέσα στο από άλλα περιεχόμενα άδειο κεφάλι του. Δεν γουστάρει και πολύ να πηγαίνει σε μαγαζιά παρά μόνο σε κείνα που τα λειτουργούνε σύντροφοι “ξέρεις πιο κοντά σε φάση κολλεκτίβα” όπως συνήθως λέει. Μισεί τους εθνικιστές,τους φασίστες, τους πατριώτες, τους μπάτσους, τους μικροαστούς, τους αριστερούς, τους αυτόνομους, τους “φοιτητές”, τους υποταγμένους εργάτες, τους νοικοκυραίους, τους χίπηδες, τους παλιούς αναρχικούς που τώρα απομονώθηκαν, τους εργατοπατέρες, τους φοιτητοπατέρες, τους εμπόρους κρεάτων και τους σεξιστές.Κάποιους περισσότερο, κάποιους λιγότερο.
Η Μαρία. Σερβιτόρα, 23 χρόνων, από τα 16 στο επάγγελμα. Ξεκίνησε σε μια κυριλέ καφετέρια λάντζα, μετά πήγε σε κάτι εστιατόρια σαλόνι και από τα 19 που πέρασε σε μια σχολή ΤΕΙ δουλεύει μόνο νύχτα. Μπαρ και δίσκο στο αριστερό το χέρι. Τώρα πήρε το πτυχίο “αλλά επειδή αυτή είναι η θέση της και βρίσκεται σε ζόρικη κατάσταση” κάνει 5 μεροκάματα τη βδομάδα σε ένα μαγαζί 8 με 4 το πρωί ωράριο. Χωρίς να το έχει ιδεολογικοποιήσει με αφόρητες αερολογίες, η Μαρία γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει ταξικός ανταγωνισμός. Γνωρίζει τι σημαίνει “να δουλεύεις 8 ώρες και όταν κλείνει το μαγαζί να έχεις στο τσαντάκι σου 1200 ευρώ από τα οποία μόνο τα 35 έχεις συμφωνήσει με το αφεντικό να βάλεις στην δική σου τσέπη.“ Δεν μιλάει άσχημα στα αφεντικά της αν και πολύ θα ήθελε να τους πετούσε δίσκους με σφηνάκια στα μούτρα κάθε βράδυ που “την βάζουν να κλείνει το μαγαζί”.
Η Μαρία είναι μελαχροινή και έχει δύο αναπάντεχα μεγάλα μάτια, σαν αμύγδαλα από την Άρτα μέσα στα οποία λαμβάνει χώρα το ηλιοβασίλεμα στα υφαλοπρανή ανοιχτά της Σαντορίνης ή πολλές φορές πετούνε κατά σμήνη μαύρα πουλιά που επιστρέφουνε από τις ψυχρές χώρες του βορρά. Η επιδερμίδα της είναι τόσο απαλή, όσο το χιόνι που πέφτει τις πρώτες πρωινές ώρες και κάθεται πάνω στα κάγκελα των περιφράξεων με την ίδια σιγουριά και την ίδια βεβαιότητα που οι σφαίρες από το περίστροφο του Δημήτρη Κουφοντίνα σφηνώθηκαν στο κεφάλι του συνταγματάρχη Σόντερς. Το στήθος της είναι μεγάλο και σφιχτό και έχει την γεύση των χιλίων καρπών από τα φρούτα των τροπικών δασών του Αμαζονίου αλλά και μια διαπεραστική αίσθηση ανθρώπινου ιδρώτα, όμοιου με εκείνου που παράγεται την ώρα που βιδώνονται τα μπουλόνια στις ζάντες των τροχών στα επαρχιακά συνεργεία και στα βουλκανιζατέρ των μητροπόλεων. Τα μαλλιά της είναι μακρυά και ίσια, σαν τις συστοιχίες των άγριων ευκάλυπτων που εμποδίζουνε την όραση των κυνηγών και των περιπατητών στους λόφους της Νότιας Κέρκυρας ή σαν τα παράλληλα και οριζόντια καλώδια των πυλώνων που μεταφέρουν το ρεύμα και ξεκινούν από τις Σάπες και το Τυχερό και φτάνουν ίσαμε το Λαδοχώρι, την Άνω Κάνεβο ή το Περτούλι.

Ο Γιάννης πλησίασε δίπλα της και έκανε να την φιλήσει.

Άντε γαμήσου ρε καριόλη που θες να με φιλήσεις κιόλας” του είπε.


Τότε ο Γιάννης της έχωσε ένα δυνατό χαστούκι στο αριστερό μάγουλο. Ποιά αυτο-οργάνωση, ποιός αντισεξισμός, ποιά μισθωτή σκλαβιά και ποιοί πολιτικοί κρατούμενοι; Όποιος θίγει την εγωπάθεια του Γιαννάκη το πληρώνει ακριβά.

Την ώρα που τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του Γιαννάκη προσέκρουαν στην επιφάνεια του προσώπου της Μαρίας συνέβησαν τα εξής (φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους) περιστατικά :

ο πατέρας του Γιάννη περνούσε τις αποδείξεις στο βιβλίο του υποκαταστήματος MULTIRAMA που διατηρεί σε γειτονιά των Αθηνών.

Η μητέρα του Γιάννη έκανε την μηνιαία κατάθεση των 350 ευρώ στον λογαριασμό του γιου της.

Ο Γιάννης σκεφτόταν το στήθος της Μαρίας και πόσο πολύ μπορεί να κάβλωσε τώρα που είδε πόσο ζόρικο αντράκι έχει δίπλα της.

Η Μαρία σιώπησε.

Και μετά έφτυσε τον Γιαννάκη στα μούτρα με μία περιποιημένη χλέπα. Από αυτές που έχουμε φυλαγμένες όλοι οι προλετάριοι όχι μόνο για τα αφεντικά μας αλλά και για όλους εκείνους τους μικροαστούς φοιτητές, το πτώμα των οποίων αποτελεί την καλύτερη κοπριά για τα σαρκοβόρα φυτά της μικροαστικής ιδεολογίας.






Να υπερασπιστούμε την τάξη μας, να υπερασπιστούμε την Μαρία, να τελειώνουμε με τους Γιαννάκηδες.




Υγ: ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους φοιτητές-επαναστάτες που ενέπνευσαν την συντακτική ομάδα του rupax-rupax.blogspot.com να βγει από τον δημιουργικό βούρκο που είχε βαλτώσει.

Στην Μ.

10 σχόλια:

  1. Χλέπα πράσινη υποθέτω και πηχτή. Απο εκείνες τις πρωινές με ξερό το στόμα ακόμα απο τον ύπνο. Αλλου ύφους ιστορία περίμενα, αλλά κ αυτή στοχευμένη. Υπερβολικά θα λέγα.

    Μια εν δυνάμη έκφυλη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. η ιστορία παντως μου βγαζει κατι απο άρλερκιν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. κι ουτε καν μονο για τους μικροαστους φοιτητες

    και για τους αντρες συντροφους ενιοτε.

    ενιοτε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ο καθένας και η καθεμία διεκδικεί για τον εαυτό του/της την βλακεία που του/της αναλογεί. Τα διαπιστευτήρια της βλακείας αυτής τα είδαμε μπροστά μας από αναγνώστες που προβαίνουνε σε ανέξοδες (και κυρίως ανώνυμες) εξαγγελίες για την κυριαρχία του φαλλού τους μέσα στα κόμπλεξ της διαδικτυακής τους ανασφάλειας.

    εκ της διευθύνσεως

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. "Τα μαλλιά της είναι μακρυά και ίσια, σαν τις συστοιχίες των άγριων ευκάλυπτων που εμποδίζουνε την όραση των κυνηγών και των περιπατητών στους λόφους της Νότιας Κέρκυρας ή σαν τα παράλληλα και οριζόντια καλώδια των πυλώνων που μεταφέρουν το ρεύμα και ξεκινούν από τις Σάπες και το Τυχερό και φτάνουν ίσαμε το Λαδοχώρι, την Άνω Κάνεβο ή το Περτούλι."

    Εξαιρετικό. Δεν μπορούσα να πιστεύψω πως μπορεί κανείς να συναντήσει διαμάντια στο βούρκο των μπογκς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

μίλησαν...