Στην γειτονιά μου μένουνε δύο παιδιά.
Ο Ζήσης και ο Αχμέτ.
Ο Ζήσης είναι γιος μιας μικροαστικής οικογένειας
που η μητέρα είναι δημόσιος υπάλληλος
αλλά βγάζει λεφτά και από ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών
και ο πατέρας έχει μια μικρή εταιρία
που εμπορεύεται και εγκαθιστά φωτοβολταϊκά συστήματα
και απασχολεί 8 εργαζόμενους.
Σήμερα το απόγευμα, ενώ ο Αχμέτ έπαιζε με τον Ζήση, κύλησε ανάμεσά τους ο εξής διάλογος:
Α: Πού πας;
Ζ: Πάω στο σπίτι να διαβάσω.
Α: Τί να διαβάσεις;
Ζ: τα μαθήματα που...
Α: Τί;
Ζ: τα μαθήματα που...
Α: Ε;
Ζ: Μαθήματα.
Α: Κάτσε λίγο ακόμα.
Ζ: έχω πει ότι...
Α: Τί;
Ζ: έχω πει ότι...
Α: Ε;
Ζ: Μαθήματα.
Α: Καλά άντε γειά.
Αυτά τα λίγοστά για αρχή, σε μια προσπάθεια να σουλουπώσω σε έυσχημα μεγέθη την ποιητική εμπειρία που βιώνει κάποιος βλέπωντας Αγγελόπουλο. Βλέπωντας τί ακριβώς δηλαδή;
Βλέπωντας κατ'αρχήν ένα αγνό κολάζ ήχου και εικόνας. Βλέπωντας τον πραγματικό χρόνο σε πλαστικά καλούπια, συνεχώς μεταβαλλόμενα και σημειολογικά πλήρη. Βλέπωντας χαρακτήρες αντιδραματικούς σε σκηνές λυρικές και βλέπωντας την αγωνία ενός πλάνου να σταματήσει εκεί που είναι προορισμένο να σταματήσει. Κατανοώντας τον αγνό, υλικό και καθημερινό αγώνα μιας τάξης να αποβάλλει από πάνω της την ρετσινιά του εαμοβούλγαρου και με τις πλέον καλοπροαίρετες προθέσεις να βάλει το κεφάλι της κάτω από τον μπαλτά της κατανάλωσης, της ταξικής ανόδου, της υλικής ολοκλήρωσης. Κατανοώντας την στυγνή βιαιότητα της "ομαλής μετάβασης" από τον εργάτη μάστορα στον εργάτη-μάζα μέσα από τις ανιχνεύσεις του σκηνοθέτη σε διόλου αμελητέες συνέπειες στην βιοματική μικροκλίμακα. Εκεί που όλα συμβαίνουν και τα πάντα επιτρέπονται.
Μία αφήγηση με τα όλα της. Με τις αντικειμενικές προϋπουθέσεις, ας πούμε του γαλήνιου αφηγητή, του κατάλληλου ηχητικού φόντου, της κατάλληλης ιστορίας για αφήγηση. Αυτής δηλαδή που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αν όχι της παιδικής μας εμπειρίας, σίγουρα όμως των παιδικών μας αφηγήσεων και της αναπαριστάμενης εικόνας που είχαμε σχηματίσει για το "πώς ήταν τα πράγματα παλιά". Τότε που ακόμα η Ελλάδα ήταν ψωροκώσταινα. Ήταν όμως όντως έτσι;
Αυτό που μέσα από τα φιλμ του Αγγελόπουλου αποτυπώνεται άμεσα είναι ότι αυτός ο τόπος έχει ποτιστεί με πολύ αίμα μέσα στα αυλάκια του. Από τις χαράδρες του Γράμμου μέχρι τις βάθρες των Κυθηρων. Και από τα αρχοντικά της Βασιλλίσης Όλγας μέχρι τις προλεταριακές γειτονιές του Γκάζι και του Μεταξουργείου. Εκεί που ο εμφύλιος ταξικός πόλεμος μαινότανε στ' αλήθεια και όχι κάτω από ορθωμένες μούτζες ή ακόμα και φλεγόμενες χάινεκεν. Και πράγματι θα συντασσόμουνα απόλυτα με μια προσέγγιση ότι "αυτά το κόκαλλα δεν σάπισαν από το 49". Γιατί στη μνήμη μας ακόμα τρέχει φρέσκο αίμα. Αίμα κόκκινο, οικουμενικό, προλεταριακό, αναρχικό.