18.9.13

τόσο σκοτάδι με τόσο φως


Να κοιτάς αμέτοχος τις εξελίξεις, να διαβάζεις δεκάδες σελίδες, την γνώμη του άρη πορτοσάλτε και το ρεπορτάζ του τριανταφυλλόπουλου, με το στόμα ανοιχτό την οθόνη του λάπτοπ, μεσολαβημένος σαν αμαξοστοιχία, να παίρνεις τηλέφωνο τους φίλους σου, να ψάχνεις μέσα στο πλήθος να τους βρεις, απορημένος σαν ψάρι, να έχεις ξεσυνηθίσει το σφιχτό δέσιμο στα κορδόνια σου, τις πέτρες στις τσέπες της φόρμας, τις τρεις κινήσεις με τις οποίες μια μακό κοντομάνικη μετασχηματίζεται σε κουκούλα -εναγωνίως- και να φοράς ένα κράνος που σε σφίγγει -δανεικό-, να έχεις ξεχειλίσει από μίσος, άλλο να μην χωράει κι ας υπάρχει ακόμα πολύ, να σφίγγεις το χέρι, να κοιτιέσαι στα μάτια με πρόσωπα γνώριμα, μετά να βαδίζεις, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μουδιασμένος απ' την αμηχανία, αποσπασματικός σαν βλεφάρισμα, άναρθρος σαν κραυγή, να σκέφτεσαι φευγαλέα το επόμενο πρωί, τον λογαριασμό του τηλεφώνου και τα γεμιστά στο ψυγείο, πνιγμένος στις αντιφάσεις σου, φετίχ αλλά και εξεγερμένος ταυτόχρονα, λαμπρός καταστροφέας, ηρωικός μα και πένθιμος, να βλέπεις στο βάθος του δρόμου κάτι φλόγες, να βαδίζεις ασυναίσθητα προς εκεί, όχι για να τους ρίξεις λάδι, όχι για να καείς μαζί τους, αλλά για να χαζέψεις λίγο το πορτοκαλί και το κίτρινο, να σε νανουρίσουν οι πύρινοι ιριδισμοί, να επιτελέσεις το δικό σου μνημόσυνο, για να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής, να πέσεις για ύπνο ήσυχος, αυτόχειρας αλλά και φονιάς, για να ξυπνήσεις το επόμενο πρωί επανεκκινημένος, βουτηγμένος στις αντιφάσεις σου, χειροπόδαρα σχιζοφρενής, εσύ μητροπολιτάνε προλετάριε των παιδικών μου χρόνων...

Κερατσίνι, Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

16.9.13

Παρηχήσεις #3

Όλες οι λέξεις, όντας υπηρέτες της εξουσίας,
έχουν με την εξουσία την ίδια σχέση που έχει μαζί της
το προλεταριάτο. Κι όπως εκείνο, 
έτσι κι αυτές είναι εργαλείο και φορέας
της μελλοντικής απελευθέρωσης.

Μουσταφά Καγιατί, Οι αιχμάλωτες λέξεις, Intenationale Situationniste (1966)



Της ισχύος η λέξη
ηχεί παρηχής
ως ισχύς επί λέξει
και ισχύει αυτολεξεί.
Και ηχεί μία λέξη
δίχως να 'χει ισχύ:
η ανέχεια πχ
κι η αισχύνη επίσης.
Ενισχύθη η εσοχή
κι η συνήθεια επί ίσοις
μα κι η ισχνή μου σαγήνη
ενισχύθη επίσης.
Εν ενώσει η ισχύς
και η γνώση εγεννήθη
εν υπνώσει σιγής
κι εκοιμήθη εν κινήσει.
Απαλών εξ ονύχοις
διατελώ ενισχύς:
ενικός κι αισχυνής
μα κι αισχρός κι εκκινής.


(σε συνέχεια του προγενεστέρου)


Από τα στρατευμένα που μας θήλασαν...

8.9.13

καθημερινή είμαι...



Είναι οι κυριακάτικες εφημερίδες σαν το φρέσκο ψωμί: αν δεν τις διαβάσεις Κυριακή, την Δευτέρα φαντάζουν ήδη μπαγιάτικες. Μεζόν ε ντεκορασιόν, χαμένα μεγαλεία και οργανωμένη δημαγωγία. Οι πολεμικές βιομηχανίες των ελλήνων χριστιανών και οι γεωστρατηγικοί σχεδιασμοί των πλανητικών χασάπηδων απευθείας στα φθαρμένα σαλονάκια του ελληνικού λαού: ενημέρωση το ονομάζουν αυτό στην χώρα που διοικούν οι κανίβαλοι, οι πράκτορες αρθρογραφούν και ψηφίζουν οι λωτοφάγοι. Και με έναν παράδοξο τρόπο ο πόλεμος συγγενέυει με την ιδιοκτησία ακινήτων, ο κυριάκος με την ντόρα και ο τάφος του μεγάλου αλεξάνδρου με τις κρηνίδες καβάλας. Η ανεργία με το χαμόγελο, ο ρατσισμός με το ντιενέι και η ευτυχία με τα ω3 λιπαρά, Οι λέξεις γίνονται ακμές ενός τριγώνου με την κορυφή του οποίου αυνανίζεται η μεταφυσική. Η περίμετρος ορίζεται από αστυνομικες κλούβες και το μάθημα διδάσκεται στο πολυτεχνείο. Στο περιθώριο η κική δημουλά συγκεντρώνει το ποητικό υλικό της εθνικής συναίνεσης (που για όσους δεν το γνωρίζουν πρόκειται για εκείνο το καφέ πράγμα που μένει ακόμα και μετά το καθάρισμα στο στεφάνι της τουαλέτας μας). Μικρό το κακό: το ελληνικό όνειρο ενσαρκώνεται. Σε ένθετη αφόδευση ο τουριστικός απολογισμός του φετινού καλοκαιριού μετά επίδαυρος και μετά μετεωρολογικές προβλέψεις. Για όσους ενδιαφέρονται, υπάρχει ένα στάδιο στην ψυχαναλυτική διαδικασία κατά την διάρκεια του οποίου ο αναλυόμενος αμφισβητεί τον αναλυτή του... (πληροφορίες εντός)


Μήπως η βασιλική οδός προς τον κομμουνισμό είναι η μεταμφίεση;

6.9.13

σχιζό-μετροπόλιταν




Πέρασα απόψε έξω από τον θάνατο των παιδικών μου χρόνων.

Στην δημοτική βιβλιοθήκη της γειτονιάς το κλίμα ήταν βαρύ. Οι καθαρίστριες και οι βιβλιοθηκονόμοι μοιρολογούσαν την στάχτη που άφησε πίσω της η θρεμμένη φλόγα των χιλιάδων καμμένων σελίδων, ενώ κάποιες γειτόνισσες με βεβαίωσαν ότι πλέον οι σιδεράδες κατασκευάζουν τα κάγκελα των μπαλκονιών με ενσωματωμένη υποδοχή για την ελληνική σημαία. Κάποιες ακροαριστερές οργανώσεις είχαν γράψει συνθήματα για την κατάσχεση της πρώτης κατοικίας έξω από τον τοίχο του νεκροταφείου και όσο ο ήλιος έγερνε, οι άνεργοι των καφενείων έγερναν μαζί του. Ένα αγόρι έκανε ποδήλατο. Στην πλατεία επικρατούσε ένα πανυγηρικό κλίμα εξαιτίας της νίκης της εθνικής ομάδας, ενώ λίγα μέτρα πιο μακρυά ο πατέρας μου στεκόταν αμίλητος με το βλέμμα αυστηρό και τον αντίχειρα ορθωμένο. Ένας χασάπης έκοβε κρέας. Κάποιοι χειρώνακτες είχαν εγκλωβιστεί μέσα στις επαναλαμβανόμενες διαδρομές τους στον πολεοδομικό ιστό την στιγμή που ένας αρχιτέκτονας φορούσε σανδάλια. Στους κεντρικούς δρόμους επικρατούσε μια ακανόνιστη ροή οχημάτων και όσο ο ήλιος έσβηνε, τόσο οι άρρωστες γριούλες έσβηναν μαζί του. Ένας κούκος έφερνε την άνοιξη. Στους υπονόμους έβρισκαν καταφύγιο οργανωμένες ορδές τρωκτικών και αρθροπόδων, ενώ από τις νεραντζιές πετάγονταν καλώδια τηλεφωνικών επικοινωνιών. Στους τοίχους κρεμόταν αφίσες αναρχικών και με κάθε τρόπο το νερό του συμβιβασμού κυλούσε στο αυλάκι της μητροπολιτικής καθημερινότητας. Τα κορίτσια καθόταν στα σκαλοπάτια των πολυκατοικιών και όσο ο ήλιος έπεφτε τόσο οι ιδιοκτήτες ακινήτων έπεφταν μαζί του. Ένας λαχειοπώλης πουλούσε λαχεία. Στο σχολείο η πόρτα είχε αλυσίδα και τα τραμ περνούσαν με ταχύτητα. Οι ασιάτες βάδιζαν στην άκρη του πεζοδρομίου, οι αφρικάνοι στέκονταν ακίνητοι, οι ρουμάνοι μιλούσαν μεγαλόφωνα ενώ παντού μύριζε καμμένο βούτυρο. Στην εκκλήσία δοξολογούσαν τον θεό και όσο ο ήλιος έδυε τόσο οι φόβοι μου έδυαν μαζί του. Ένα παιδί μετρούσε τ' άστρα. Στα καφενεία οι φοιτήτριες καθόταν σταυροπόδι και στα περίπτερα πουλούσαν αερόμπαλες. Οι γάτες άραζαν απάνω σε ντουβάρια εγκατειλημένων νεοκλασσικών και ένας πακετάς έκανε διάλειμμα. Στο πρώτο άγγιγμα τα αγόρια τινάγονταν και όσο ο ήλιος κατέβαινε τόσο οι ένοικοι των υπογείων κατέβαιναν μαζί του. Στο γήπεδο μιλούσαν αλβανικά, στη στάση μιλούσαν ινδικά και όσο ο ήλιος κρυβόταν τόσο οι μετανάστες κρυβόταν μαζί του. Ένας δεξιός διάβαζε Καθημερινή

(Γκύζη, Σεπτέμβρης 2013)



{...} Φετίχ αλλά και εξεγερμένος, εμπόρευμα αλλά και καταστροφέας του εμπορεύματος, εν δυνάμει αυτόχειρας αλλά και φονιάς. Να λοιπόν που εμφανίζεται ένας στρατιώτης: ο σχιζο-μητροπολιτάνος προλετάριος.

Renato Curcio - Alberto Franceschini, Σταγόνες ήλιου στην στοιχειωμένη πόλη, Επανοικειοποίηση, Αθήνα 2007