15.2.13

H Μονομάχη



Ήρθε ο καιρός που πρόσμενα για ν' αναμετρηθούμε
μα εσύ πρώτη το θέλησες να βγάλουμε ζωνάρια
κι απ' όλα τα μελούμενα τίποτα δεν φοβούμαι
γιατί έπαιξα τον θάνατο και τη ζωή στα ζάρια. 

Όσα πέφτουνε πέταλα τόσα μένουν αγκάθια
και στου θανάτου τον χορό αντίκρυ χόρεψέ με,
αν σου βαστάει και μπορείς έλα και σκότωσέ με
αλλιώς σύρε και δάκρυσε μόνη στα γωνοκάθια.

Είναι ο ουρανός που με κινεί κι όλα τα χρόνια τα είδα,
πατώ γερά στα πόδια μου και δεν λιγοψυχάω
κι ας είν' το αίμα κόσμημα κι οι χαρακιές στολίδια
με προσοχή τα σμίλεψα κι αν θέλω στα φοράω.

Μα είναι ο φόβος δίπλα μου, μ'ακολουθεί συνέχεια,
ποτίζεται απ' τον θάνατο ψηλώνει σαν λουλούδι
από τα δόντια της στιγμής κι απ' της ζωής τα νύχια
γλιτώνει κάθε πένθιμο πολεμικό τραγούδι.

Όσοι πείσμα το βάλανε και τάξαν τον εαυτό τους
ποτε να μην γυρίσουνε πίσω σ' αυτά που αφήσαν
πριν ξεκινήσει η μάχη μας κρασί βάλε και δως τους
γιατί άξια πεθάνανε και άξια πολεμήσαν

κι εμείς που τώρα είμαστε αντίκρυ στην παλαίστρα
ποιος ξέρει ποιος θα το χαρεί το φώς που ξημερώνει,
κρατήσου τότε ένα λεπτό πριν ξεκινήσει η φιέστα,
μήπως πεθάνουμε μαζί αφού μείναμε μόνοι...



Jennifer Jones and John Wayne, New Frontier (1939)

8.2.13

Οι τρικυμίες και τα καταφύγια



Υπάρχει ένα σημείο τυφλό
στο πίσω μέρος του κρανίου μας
όπου συχνά καταφεύγουμε
για λίγες στιγμές μοναξιάς
όταν οι τρικυμίες της σκέψης είναι πυκνές
τόσο που μας κατακλύζουν.
Οι φοβισμένοι και οι δειλοί
μπορεί να σπαταλήσουν μια ζωή εκεί πέρα,
κουρνιασμένοι στο μικροσκοπικό αδιέξοδο
της ζωτικής τους ψευδαίσθησης.
Αν κάποτε αποφασίσουν να ξεμυτίσουν
και διστακτικά να ξεπροβάλλουν τη μουσούδα τους
κάτω από το ανέξοδο χαλάκι 
του μοναχικού τους καταφυγίου
ματαίως θαρρούν πως τίποτα δεν άλλαξε.
Η επόμενη τρικύμία
-σφοδρότερη συνήθως-
πανυγηρικά θα τους διαψεύσει.
Υπάρχει κι ένα άλλο σημείο
κάτω από την άκρη της γλώσσας μας
που είναι έτοιμη να ξεσπαθώσει
και είναι το μοναδικό σκέπαστρο
για όσους καταφύγιο δεν υπάρχει.



στον Prospero και στον Litteral


 

6.2.13

Madamme Lorette


Το πιο μυστήριο κορίτσι του Λονδίνου
έκοβε βόλτες στο ποτάμι και κοιτούσε
κάπνιζε κι από μέσα της μονολογούσε
"πως βρέθηκα εγώ στην αγκαλιά εκείνου;".

Γύρω στις τρεις που άρχισε να σουρουπώνει
μέσα από γκράφιτι και νέον πινακίδες
ήταν μοιραίο μα εξεπλάγης καθώς είδες
να πλησιάζει η μαντάμ Λορέττα μόνη.

Ποιος γέρος πάλι θα χαϊδεύει τα μαλλιά της
και θα φροντίζει την μελαχροινή της κώμη,
πως θα την γδύνει κι από που θα την γραπωνει,
με τι καμάρι θα μαζεύει τα φιλιά της.

Τί ιστορίες θα της λέει σαν κοιμάται
πως ήταν άρχοντας κι εσκότωσε το κτήνος
και θα πιστεύει, όπως της έμαθε εκείνος
δίχως ποτέ, ποτέ βαθιά να συλλογάται:

το πιο μεγάλο και το πιο μοιραίο λάθος
που άφησε πίσω του τα χρόνια του τσακισμένα.
Μαντάμ Λορέττα, το ερωτικό σου πάθος
γιατί το πνίγεις μες στου Τάμεση το βάθος;

Πάλι καπνίζει η μαντάμ Λορέττα μόνη,
παρατηρεί στα γόνατα σκυμμένη
τα ποταμόπλοια και όλο περιμένει
αν η ώρα του μάταιου γάμου της ζυγώνει...

Είναι Νοέμβρης κι η μαντάμ Λορέττα λείπει,
έμαθες τ' όνομά της μέσα από ιστορίες
που διαδίδουνε οι πλούσιες κυρίες.

Είναι Γενάρης κι ο χειμώνας εξαπλώθη
τίποτα πια δεν σου θυμίζει τ' όνομά της,
σαν τα τσιγάρα της και σαν τα δάκρυά της
που χύθηκαν στου Τάμεση την όχθη.




3.2.13

ΑΥΤΟ*



Συνήθως τέτοια ώρα με πιάνει, γύρω στις εντεκάμιση. Προτιμώ να είμαι μόνη μου όταν συμβαίνει. Όχι επειδή ντρέπομαι μπροστά σε άλλους. Το αντίθετο: είμαι περήφανη γι' αυτό. Απλά είναι κάποια πράγματα που πρέπει να γίνουν επειγόντως, ακριβώς την στιγμή που το νοιώθω να έρχεται. Όπως να εστιάσω το βλέμμα μου σε ένα συγκεκριμένο σημείο για τουλάχιστον δύο ή τρία λεπτά, ή να θυμηθώ στίχους θλιμμένους σαν και τον «όταν την πόρτα μου χτυπήσεις κάποια μέρα, μετανιωμένη θα κατέβω τα σκαλιά, να θυμηθούμε λίγο λίγο τα παλιά που γίναν στάχτη και καπνός μες στον αγέρα». Δεν ήταν πάντα τόσο εύκολα τα πράγματα. Με τα χρόνια εξοικειώθηκα μαζί του, έμαθα να αναπνέω τουλάχιστον χωρίς να με εμποδίζει η παρουσία του. Στην αρχή δεν ήταν έτσι: με έπνιγε. Ερχόταν από μακρυά και το άκουγα να βουίζει, μετά εγώ πανικοβαλόμουν και προσπαθούσα να το ξεχάσω. Μέγα λάθος: αυτό θέλει αναγνώριση, βλέμμα ευθύ και στέρνο διάτρητο. Πώς να το ξεχάσεις; Δεν είναι μνήμη ούτε αριθμός τηλεφώνου. Εμπειρία είναι που μας δροσίζει στην έρημο του πραγματικού. Για τούτο και το συμπαθώ: επειδή προέρχεται από τον κόσμο του νοητού. Παράδοξο, βέβαια. Εγώ, μια αμετανόητη υλίστρια, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Έχουνε τύχει φορές που ήρθε και με ανάγκασε να φύγω, άλλες που κάτσαμε αντίκρυ κι άλλες που πέρασε κι έφυγε. Υπήρχαν κι άλλες, βέβαια, που το παρακαλούσα να συναντηθούμε έστω και για λίγο, για μια συναισθηματική λίπανση στα γρήγορα. Αλλά αυτά είναι κατάλοιπα της καλομαθημένης μοναχοκόρης, άλλη μια ψυχαναγκαστική συσκότιση της σκληρής πραγματικότητας. Λίγη σημασία έχουν όλα αυτά γιατί απόψε στάθηκε συνεπές στο ραντεβού του. Εγώ ήμουν προετοιμασμένη -μην φανταστείς τίποτα υπερβολές- τα φώτα είχα κλείσει και έσφιγγα τις γροθιές μου. Μόνη μέσα σε ένα άδειο σπίτι, όπως συνήθως συμβαίνουν τα πράγματα που μπορεί ελεύθερα να αφηγείται κανείς χωρίς να χρειάζεται να τα αποδείξει. Εγώ κι αυτό: αυτό να με γεμίζει αδιάκοπα κι εγώ να γέρνω όλο και περισσότερο, μέχρι επιτέλους να καταφέρω να αδειάσω. Ανέπτυξα τεχνικές με τον καιρό, όχι για άλλον λόγο παρά μόνο επειδή η παρουσία του (μα τι ειρωνεία!) γινόταν ασφυκτική. Άλλες φορές προσπαθούσα να γίνω δέντρο για να με ποτίσει, άλλες σώμα για να με χύσει, άλλες ντροπή για να με φτύσει. Το υγρό στοιχείο, θα έλεγε κανείς, κυριαρχεί στις συναντήσεις μας αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι: υπήρξαν φορές, σαν την αποψινή ας πούμε, που αυτό γίνεται ράγες κι εγώ τρένο. Εγώ τρέχω κι είναι σαν να γυρεύω τον δικό μου θεό. Μετά φεύγει, όχι πάντα απότομα αλλά συνήθως ναι. Σαν την Άνοιξη που έρχεται ακάλεστη και φεύγει δίχως να πει κουβέντα. Λες και μπορούμε να την ακολουθήσουμε. Αλήθεια, που πάει η Άνοιξη όταν φεύγει; Ο φόβος σκιάζει τα έρμα, λένε, και το έχω νιώσει καλά στο πετσί μου. Τούτο πολεμάω κι όσα έχω πει μέχρι τώρα ισχύουν.



Α.Α.
φλεβάρης του 1979



Ανατολή Αργά (1961-2005)




Αναδημοσιεύουμε τα χειρόγραφα της Ανατολής Αργά, έτσι όπως τα βρήκαμε στην εσωτερική τσέπη του παλτό που ξέχασε στο σπίτι της, αφού έφυγε για το τελευταίο της ταξίδι.

εκ της διευθύνσεως