11.12.13

Η αδράνεια των εκλεκτών



Είμαστε κάτι εκλεκτοί κι έχουμε κάτι αδρανείς συμπεριφορές. Λίγοι γνωρίζουμε για την ταχύτητα που κουβαλάμε. Για την ταχύτητα που κληρονομήσαμε από τις σπουδαίες κούρσες των προγόνων μας. Οι περισσότεροι αφηνόμαστε στο μοναδικό τεκμήριο ύπαρξης που διαθέτουμε: στο μεσολαβημένο από ακρωτηριασμούς σώμα μας. Κι απελπιστικά ελάχιστοι αντιστεκόμαστε στη μετατόπιση. Μα και αναπόφευκτοι. Προσδιορισμένοι από μολύβι. Απαιτείται κόπος, απαιτούνται πόδια που έχουν μάθει να βαστάν το σώμα κι απαιτούνται καρδιακοί μύες που αντλούν αίμα κι όχι γρεναδίνη. Τα χιλιόμετρα της κίνησης είναι πολλά και η στιγμή της σύγκρουσης συνοδεύεται από τον απηνή θρίαμβο της βεβαιότητας των σφετεριστών μας. Οι εκλεκτοί το γνωρίζουμε πως αυτό είναι αποπροσανατολισμός, είναι η διακριτική αποχώρηση της εξουσίας από τη μνήμη. Αλλά ας μην γελιόμαστε. Τούτη ήταν ανέκαθεν η μόνιμη επωδός των σφετεριστών μας: διατείνονταν πως η τάξη τους είναι αιώνια. Επικαλούνταν την μεταφυσική πέρα από την ιστορία και παρουσίαζαν ένα τώρα φτιαγμένο από αιώνια υλικά. Λες κι η ταχύτητα που φέρουμε είναι εξαίσιος ίλιγγος ή παρενέργεια κάποιας ιστορικής αυταπάτης. Λες κι η αδράνεια είναι εμπειρία που έχει δραπετεύσει από την εξέλιξη. Ας νοιώθουμε τυχεροί, τουλάχιστον, που γνωρίζουμε πως είμαστε ο μεντεσές επάνω στον οποίο η ιστορία γυρνά. Η ταχύτητά μας μπορεί να μετριέται και να κρίνεται χαμηλή αλλά ποτέ κανείς δεν θα μπει στον κόπο να κατηγορήσει τους προφήτες για υπέρβαση αρμοδιοτήτων. Μόνο αν ερμηνεύσει το μέλλον, πράγμα αδύνατο. Οπότε η αδράνειά μας είναι και η μοναδική μας μνήμη. Στην σύγκρουση αναπόφευκτα θα εκφραστεί και με την σειρά της θα τροφοδοτήσει το έργο του μέλλοντος. Δεν είναι άδικο που η άρνηση των εκλεκτών αναστατώνει τους αφέντες. Οι ιστορικοί θα έχουν να θυμούνται και δεν πρέπει κανείς να ξεχνάει πως η μήτρα της αντεξουσίας ήταν πάντοτε η μνήμη. Κι ότι η μόνη ιστορία που τελείωσε ήταν η εκδοχή της αιώνιας ακινησίας τους. Ο κορεσμός του βάλτου και ο πληθωρισμός του φυτοπλακγτόν. Η ρευστότητα του πλακούντα και η βλέννα των βατράχων. Η αδράνεια των εκλεκτών είναι το βήμα στο σκοτάδι, είναι το γερμένο προς τα μπρος κεφάλι. Είναι αυτό δίχως το οποίο

Ποιανής "μαμή" λέγεται πως είναι πόλεμος;



30.11.13

Ο εύσωμος




Γεννήθηκα πριν κάποια χρόνια
και σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις
κάποια στιγμή θα πεθάνω.
Γεννήθηκα με τα μαλλιά μου αραιά.
Όσο κι αν ελπίζω για το αντίθετο
το πιο πιθανό είναι πως με τα μαλλιά μου αραιά θα πεθάνω.
Είναι περίοδοι που κοιτάζομαι συχνά στον καθρέφτη:
παρατηρώ τα φρύδια μου, κοιτάζομαι λάγνα
ή καμιά φορά χαμογελάω για να δω το δόντι που μου λείπει.
Το πόσο άσχημος είμαι μόνο εγώ το ξέρω,
μα και στην ομορφιά μου
κανείς δεν έχει εντρυφήσει τόσο όσο εγώ.
Καμιά φορά γδύνομαι κιόλας
χαζεύω το κορμί μου που είναι σαν κομμάτι καουτσούκ.
Όχι κούρος, όχι αθλητής:
ένας κοινός σαν πολλούς χαλβάς.
Σφίγγω τα μπράτσα μου, κρύβω την κοιλιά μου,
τονίζω τους ώμους μου που είναι το δυνατό μου σημείο.
Πιάνω τον πούτσο μου και μετά
γυρνάω πλάτη να κρυφοκοιτάξω τον κώλο μου.
Απορώ γιατί με ερωτεύονται,
και απορώ γιατί δεν με ερωτεύονται.
Απευθείας θλίβομαι
και αμέσως συνειδητοποιώ
πως η βιτρίνα που πρέπει να σπάσω δεν είναι έξω
αλλά μέσα μου.


Albrecht Durer 1500 A.D., self-portrait

30.10.13

το βουβό προλεταριάτο


Νυχθημερόν δουλεύαν οι υφάντρες
να κρατήσουν την σιωπή ακλόνητη,
την ραντίζαν με τ' αμίλητο νερό
και την τέχνη του μελίρητου μεταξιού
την κρατούσαν κρυφή απ' όλους
τόσο κρυφή
που στο τέλος η σιωπή λιγόστεψε.
Μηχανεύτηκαν τότε οι πολυλογάδες βιομηχανικά κλωστήρια,
αυτόματους αργαλειούς και φλύαρα ρομποτικά σφοντύλια.
Μονάχη ψιθύριζε στην άκρη του διαδρόμου η ιστορία
πως τα λόγια δεν είναι τίποτα άλλο παρά
προστιθέμενη αξία στο εμπόρευμα της σιωπής.
Κανείς δεν της έδινε σημασία: είχε κομμουνισμό στο βάθος.


18.9.13

τόσο σκοτάδι με τόσο φως


Να κοιτάς αμέτοχος τις εξελίξεις, να διαβάζεις δεκάδες σελίδες, την γνώμη του άρη πορτοσάλτε και το ρεπορτάζ του τριανταφυλλόπουλου, με το στόμα ανοιχτό την οθόνη του λάπτοπ, μεσολαβημένος σαν αμαξοστοιχία, να παίρνεις τηλέφωνο τους φίλους σου, να ψάχνεις μέσα στο πλήθος να τους βρεις, απορημένος σαν ψάρι, να έχεις ξεσυνηθίσει το σφιχτό δέσιμο στα κορδόνια σου, τις πέτρες στις τσέπες της φόρμας, τις τρεις κινήσεις με τις οποίες μια μακό κοντομάνικη μετασχηματίζεται σε κουκούλα -εναγωνίως- και να φοράς ένα κράνος που σε σφίγγει -δανεικό-, να έχεις ξεχειλίσει από μίσος, άλλο να μην χωράει κι ας υπάρχει ακόμα πολύ, να σφίγγεις το χέρι, να κοιτιέσαι στα μάτια με πρόσωπα γνώριμα, μετά να βαδίζεις, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μουδιασμένος απ' την αμηχανία, αποσπασματικός σαν βλεφάρισμα, άναρθρος σαν κραυγή, να σκέφτεσαι φευγαλέα το επόμενο πρωί, τον λογαριασμό του τηλεφώνου και τα γεμιστά στο ψυγείο, πνιγμένος στις αντιφάσεις σου, φετίχ αλλά και εξεγερμένος ταυτόχρονα, λαμπρός καταστροφέας, ηρωικός μα και πένθιμος, να βλέπεις στο βάθος του δρόμου κάτι φλόγες, να βαδίζεις ασυναίσθητα προς εκεί, όχι για να τους ρίξεις λάδι, όχι για να καείς μαζί τους, αλλά για να χαζέψεις λίγο το πορτοκαλί και το κίτρινο, να σε νανουρίσουν οι πύρινοι ιριδισμοί, να επιτελέσεις το δικό σου μνημόσυνο, για να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής, να πέσεις για ύπνο ήσυχος, αυτόχειρας αλλά και φονιάς, για να ξυπνήσεις το επόμενο πρωί επανεκκινημένος, βουτηγμένος στις αντιφάσεις σου, χειροπόδαρα σχιζοφρενής, εσύ μητροπολιτάνε προλετάριε των παιδικών μου χρόνων...

Κερατσίνι, Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

16.9.13

Παρηχήσεις #3

Όλες οι λέξεις, όντας υπηρέτες της εξουσίας,
έχουν με την εξουσία την ίδια σχέση που έχει μαζί της
το προλεταριάτο. Κι όπως εκείνο, 
έτσι κι αυτές είναι εργαλείο και φορέας
της μελλοντικής απελευθέρωσης.

Μουσταφά Καγιατί, Οι αιχμάλωτες λέξεις, Intenationale Situationniste (1966)



Της ισχύος η λέξη
ηχεί παρηχής
ως ισχύς επί λέξει
και ισχύει αυτολεξεί.
Και ηχεί μία λέξη
δίχως να 'χει ισχύ:
η ανέχεια πχ
κι η αισχύνη επίσης.
Ενισχύθη η εσοχή
κι η συνήθεια επί ίσοις
μα κι η ισχνή μου σαγήνη
ενισχύθη επίσης.
Εν ενώσει η ισχύς
και η γνώση εγεννήθη
εν υπνώσει σιγής
κι εκοιμήθη εν κινήσει.
Απαλών εξ ονύχοις
διατελώ ενισχύς:
ενικός κι αισχυνής
μα κι αισχρός κι εκκινής.


(σε συνέχεια του προγενεστέρου)


Από τα στρατευμένα που μας θήλασαν...

8.9.13

καθημερινή είμαι...



Είναι οι κυριακάτικες εφημερίδες σαν το φρέσκο ψωμί: αν δεν τις διαβάσεις Κυριακή, την Δευτέρα φαντάζουν ήδη μπαγιάτικες. Μεζόν ε ντεκορασιόν, χαμένα μεγαλεία και οργανωμένη δημαγωγία. Οι πολεμικές βιομηχανίες των ελλήνων χριστιανών και οι γεωστρατηγικοί σχεδιασμοί των πλανητικών χασάπηδων απευθείας στα φθαρμένα σαλονάκια του ελληνικού λαού: ενημέρωση το ονομάζουν αυτό στην χώρα που διοικούν οι κανίβαλοι, οι πράκτορες αρθρογραφούν και ψηφίζουν οι λωτοφάγοι. Και με έναν παράδοξο τρόπο ο πόλεμος συγγενέυει με την ιδιοκτησία ακινήτων, ο κυριάκος με την ντόρα και ο τάφος του μεγάλου αλεξάνδρου με τις κρηνίδες καβάλας. Η ανεργία με το χαμόγελο, ο ρατσισμός με το ντιενέι και η ευτυχία με τα ω3 λιπαρά, Οι λέξεις γίνονται ακμές ενός τριγώνου με την κορυφή του οποίου αυνανίζεται η μεταφυσική. Η περίμετρος ορίζεται από αστυνομικες κλούβες και το μάθημα διδάσκεται στο πολυτεχνείο. Στο περιθώριο η κική δημουλά συγκεντρώνει το ποητικό υλικό της εθνικής συναίνεσης (που για όσους δεν το γνωρίζουν πρόκειται για εκείνο το καφέ πράγμα που μένει ακόμα και μετά το καθάρισμα στο στεφάνι της τουαλέτας μας). Μικρό το κακό: το ελληνικό όνειρο ενσαρκώνεται. Σε ένθετη αφόδευση ο τουριστικός απολογισμός του φετινού καλοκαιριού μετά επίδαυρος και μετά μετεωρολογικές προβλέψεις. Για όσους ενδιαφέρονται, υπάρχει ένα στάδιο στην ψυχαναλυτική διαδικασία κατά την διάρκεια του οποίου ο αναλυόμενος αμφισβητεί τον αναλυτή του... (πληροφορίες εντός)


Μήπως η βασιλική οδός προς τον κομμουνισμό είναι η μεταμφίεση;

6.9.13

σχιζό-μετροπόλιταν




Πέρασα απόψε έξω από τον θάνατο των παιδικών μου χρόνων.

Στην δημοτική βιβλιοθήκη της γειτονιάς το κλίμα ήταν βαρύ. Οι καθαρίστριες και οι βιβλιοθηκονόμοι μοιρολογούσαν την στάχτη που άφησε πίσω της η θρεμμένη φλόγα των χιλιάδων καμμένων σελίδων, ενώ κάποιες γειτόνισσες με βεβαίωσαν ότι πλέον οι σιδεράδες κατασκευάζουν τα κάγκελα των μπαλκονιών με ενσωματωμένη υποδοχή για την ελληνική σημαία. Κάποιες ακροαριστερές οργανώσεις είχαν γράψει συνθήματα για την κατάσχεση της πρώτης κατοικίας έξω από τον τοίχο του νεκροταφείου και όσο ο ήλιος έγερνε, οι άνεργοι των καφενείων έγερναν μαζί του. Ένα αγόρι έκανε ποδήλατο. Στην πλατεία επικρατούσε ένα πανυγηρικό κλίμα εξαιτίας της νίκης της εθνικής ομάδας, ενώ λίγα μέτρα πιο μακρυά ο πατέρας μου στεκόταν αμίλητος με το βλέμμα αυστηρό και τον αντίχειρα ορθωμένο. Ένας χασάπης έκοβε κρέας. Κάποιοι χειρώνακτες είχαν εγκλωβιστεί μέσα στις επαναλαμβανόμενες διαδρομές τους στον πολεοδομικό ιστό την στιγμή που ένας αρχιτέκτονας φορούσε σανδάλια. Στους κεντρικούς δρόμους επικρατούσε μια ακανόνιστη ροή οχημάτων και όσο ο ήλιος έσβηνε, τόσο οι άρρωστες γριούλες έσβηναν μαζί του. Ένας κούκος έφερνε την άνοιξη. Στους υπονόμους έβρισκαν καταφύγιο οργανωμένες ορδές τρωκτικών και αρθροπόδων, ενώ από τις νεραντζιές πετάγονταν καλώδια τηλεφωνικών επικοινωνιών. Στους τοίχους κρεμόταν αφίσες αναρχικών και με κάθε τρόπο το νερό του συμβιβασμού κυλούσε στο αυλάκι της μητροπολιτικής καθημερινότητας. Τα κορίτσια καθόταν στα σκαλοπάτια των πολυκατοικιών και όσο ο ήλιος έπεφτε τόσο οι ιδιοκτήτες ακινήτων έπεφταν μαζί του. Ένας λαχειοπώλης πουλούσε λαχεία. Στο σχολείο η πόρτα είχε αλυσίδα και τα τραμ περνούσαν με ταχύτητα. Οι ασιάτες βάδιζαν στην άκρη του πεζοδρομίου, οι αφρικάνοι στέκονταν ακίνητοι, οι ρουμάνοι μιλούσαν μεγαλόφωνα ενώ παντού μύριζε καμμένο βούτυρο. Στην εκκλήσία δοξολογούσαν τον θεό και όσο ο ήλιος έδυε τόσο οι φόβοι μου έδυαν μαζί του. Ένα παιδί μετρούσε τ' άστρα. Στα καφενεία οι φοιτήτριες καθόταν σταυροπόδι και στα περίπτερα πουλούσαν αερόμπαλες. Οι γάτες άραζαν απάνω σε ντουβάρια εγκατειλημένων νεοκλασσικών και ένας πακετάς έκανε διάλειμμα. Στο πρώτο άγγιγμα τα αγόρια τινάγονταν και όσο ο ήλιος κατέβαινε τόσο οι ένοικοι των υπογείων κατέβαιναν μαζί του. Στο γήπεδο μιλούσαν αλβανικά, στη στάση μιλούσαν ινδικά και όσο ο ήλιος κρυβόταν τόσο οι μετανάστες κρυβόταν μαζί του. Ένας δεξιός διάβαζε Καθημερινή

(Γκύζη, Σεπτέμβρης 2013)



{...} Φετίχ αλλά και εξεγερμένος, εμπόρευμα αλλά και καταστροφέας του εμπορεύματος, εν δυνάμει αυτόχειρας αλλά και φονιάς. Να λοιπόν που εμφανίζεται ένας στρατιώτης: ο σχιζο-μητροπολιτάνος προλετάριος.

Renato Curcio - Alberto Franceschini, Σταγόνες ήλιου στην στοιχειωμένη πόλη, Επανοικειοποίηση, Αθήνα 2007


7.5.13

Σκουλήκι: ο βασιλιάς της γης

Ζωή είναι αυτό που εμποδίζει τα σκουλήκια να αναλάβουν δράση.




6.4.13

Φασισμός & Τέχνη


Υπάρχει μια περιοχή στα ελληνο-βουλγαρο-τουρκικά σύνορα που οι έλληνες την αποκαλούνε Έβρο. Εκεί κατοικούνε κάτι άνθρωποι χωρίς σβέρκο,με στρόγγυλα και άδεια κεφάλια, που ομιλούνε μια γλώσσα που μοιάζει με ελληνικά αλλά έχει πολύ λιγότερα φωνήεντα, κατάγονται σχεδόν αποκλειστικά από περιοχές της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίες και για έναν ανεξήγητο λόγο πιστεύουν ότι είναι έλληνες. Οι πρόγονοί τους μιλούσαν μόνο τουρκικά αλλά παράλληλα είχαν την ατυχία να είναι χριστιανοί ορθόδοξοι. Όταν μεταξύ 1915 και 1924 εποίκισαν μεθοδικά και οργανωμένα την Δυτική Θράκη ξεκίνησαν να αγοράζουν χωράφια, μετά σπίτια, μετά κούρσες, μετά καρότσες, τρακτέρ, καρούλια, μετά βουλγάρες πουτάνες και τηλεοράσεις πλάσμα. Διαχωρίζονται σε κάτι πρωτόγονες φυλές που απαντούν σε κάποια καθόλου συμπαθητικά ονόματα όπως γκαγκαβούζηδες, γκαζντάρηδες, γαλαζοβράκηδες, μπάφραληδες κ.ά. αλλά αυτοί είναι περήφανοι για αυτό.
Από αυτή την περιοχή κατάγεται και ο δημιουργός των παρακάτω φωτογραφιών. Είναι μέλος μια διαδικτυακής οργάνωσης που ονομάζεται ένωση ελληνόψυχων έβρου (εεε-μα τί βάθος γνώσεων, τί έμπνευση...) και εδώ και ένα χρόνο περίπου ασχολείται αποκλειστικά με το φωτομοντάζ. Αλλά με τί φωτομοντάζ; και πως ασχολείται... 
Η συντάκτρια του παρόντος blog ενθουσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό με την καλλιτεχνική ευκρίνεια του φασίστα που έλαβε την απόφαση να παρεκλίνει εξαιρετικά από τις θεματικές που φιλοξενεί στο μπλογκ της και να αφιερώσει στους αναγνώστες και στις αναγνώστριές της κάποιες στιγμές ψυχαγωγικής ρηχότητας. Αναδημοσιεύουμε κάποιες από τις φωτογραφίες του βρήκαμε. Επιλέξαμε τις πιο απολαυστικές κατά τα γούστα μας. Αν θέλετε να περάσετε όμορφες στιγμές με τους φίλους σας μπορείτε να δείτε περισσότερες εδώ.



σειρά ΚΟΜΜΑΝΤΟ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ

κομάντο στο λιβάδι (αμέριμνος)











κομάντο στο λιβάδι (ενισχυμένος)















σειρά Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗ ΓΥΡΑ

from Jerusalem to Greece













from Jerusalem to North Epirus













from Jerusalem to gay/lesbian bars














σειρά ΡΟΒΟΚΟΠΙΟΣ

the first hellenic Robocop




 σειρά ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΑΡΖΑΝ-ΑΝΑΡΧΕΣ ΣΑΜΠΟΥΑΝ

επίσης: ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΟΜΠΟΤ-ΑΝΑΡΧΕΣ ΦΕΡΙΜΠΟΤ



σειρά ΖΗΤΩ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

λιτό











και τρομαχτικό και ανιστορικό













χωρίς σχόλιο













χωρίς σχόλιο

















Αντιγράφουμε από το βιβλίο της Susan Sontag, Η γοητεία του φασισμού, εκδ. ύψιλον, Αθήνα, 2010, σελ. 28.

Η φασιστική αισθητική περικλείει αλλά συγχρόνως υπερβαίνει τη μάλλον ιδιαίτερη εξύμνηση που βρίσκουμε στους Τελευταίους των Νουμπά. Γενικότερα, απορρέει από (και δικαιώνει) μια συνεχή ενασχόληση με καταστάσεις αυτοκυριαρχίας, υποτακτικής συμπεριφοράς, ακραίας προσπάθειας και αντοχής στη σωματική καταπόνηση’ υιοθετεί δυο φαινομενικά αντίθετες στάσεις, την εγωμανία και τη δουλικότητα. Οι σχέσεις κυριαρχίας και υποδούλωσης παίρνουν  τη μορφή μιας ορισμένης φαντασμαγορίας που χαρακτηρίζεται από τη μαζικοποίηση των ανθρωπίνων ομάδων, τη μετατροπή των ανθρώπων σε πράγματα, την αναπαραγωγή ή ομοιοτυποποίηση των πραγμάτων και την ομαδοποίηση των ανθρώπων και πραγμάτων γύρω από μια πανίσχυρη υπνωτιστική ηγετική φιγούρα ή δύναμη. Η φασιστική δραματουργία επικεντρώνεται στις οργιαστικές συναλλαγές μεταξύ ισχυρών δυνάμεων και των ανδρεικέλων τους που ομοιόμορφα ντυμένα παρουσιάζονται κατά ολοένα ογκούμενα κύματα. Η χορογραφία εναλλάσσεται ανάμεσα σε μιαν ακατάπαυστη κίνηση και σε μια παγωμένη, στατική “ανδρική” στάση. Η φασιστική τέχνη εξυμνεί την υποταγή, εκθειάζει τη βλακεία, μυθοποιεί το θάνατο.

4.4.13

Η Βασιλεία των Κακών



Ας έρθει επιτέλους η λυτρωτική δικαίωση αυτών που σφηνώνουν σφαίρες στα γόνατα των δανειοληπτών,
αυτών των αισχρών και ανίερων εκτελεστών των ταπεινών καθηκόντων,
των συμβαλλομένων μερών στην αγοραπωλησία των ψυχών και των συνειδήσεων.
Επειγόντως ας έρθει η μέρα της δικαίωσης των αχράντων τοκογλύφων και πάντων των εμπόρων χρημάτων, των ευρεσιτεχνών της ραδιουργίας, των ποινικών κρατουμένων και πάντων των οπλοφορούντων.
Η ηθική αποκατάσταση των δερματικών ουλών, των ευθέων απειλών, των ανοιχτών και των ξεραμένων πληγών, των μελλοντικών φόβων και των συντελεσμενων ηθικών βλαβών ας έρθει.
Των συμμετεχόντων και των πρωταγωνιστών στην αποκάλυψη του Ιωάννου η ανέξοδη συγχώρεση ας έρθει.
Των ηθικών αυτουργών των σοδόμων, όλων των αμαρτωλών, των καταδικασμένων και των δικαίως προφυλακισμένων η συναισθηματική αυταπάρνηση ας έρθει.
Ας έρθει η συγχώρεση των 1110 βαθμών Κελσίου
και η τιμωρία των αθώων για πάντα ας αναβληθεί.
Των υπόπτων η νεφελώδης στέγη ας καταστραφεί
και ας αναβλύσει ολόγυρά τους
η νέα συνθήκη της αντιστροφής των νοημάτων.
Ο νέος κώδικας εξυγίανσης των ασθενών της ηθικής ασθένειας ας έρθει
και για πάντα ας επικρατήσει
η Βασιλεία των Κακών! 



Indiani Metropolitani, Ρώμη, 1977

20.3.13

Ανατολή Αργά (1961-2005), Η ζωή μου τα χάλια μου






Γεννήθηκε στα Άνω Λεχώνια Μαγνησίας τον Δεκέμβριο του 1961. Τις πρώτες τρεις μέρες έβηχε ασταμάτητα αλλά τελικά επέζησε. Η μητέρα της, Κυριακή Αργά, θεώρησε ότι το παιδί είναι καταραμένο. Για τον λόγο αυτό επιστράτευσε το τοπικό κλιμάκιο εξορκισμού, που αποτελούνταν από έναν παπά, μια γεροντοκόρη νοικοκυρά και έναν μεγαλο-τσιφλικά από το Βελεστίνο, για να την θεραπεύσει. Τελικά η αρωγή τους στάθηκε αχρείαστη: η Ανατολή είχε γεννηθεί καταραμένη!


Σε ηλικία 6 ετών κάθισε για πρώτη φορά στα θρανία του τριθέσιου Δημοτικού Σχολείου Άνω Λεχωνίων, όπου και διδάχτηκε γραφή, αριθμητική και ανάγνωση. Η μεταπολίτευση και ο πόλεμος στην νότια Κύπρο βρήκαν την Ανατολή να φιλιέται στην αυλή του σπιτιού της με τον Νίκο Καψαλά, τον γιο της φουρνάρισσας με τα μοναδικά ελιόψωμα που είναι γνωστά μέχρι την Αγριά, την Πορταριά και την Γαντζέα.
Στα 14 της η Ανατολή Αργά ανακαλύπτει για πρώτη φορά τον Ανδρέα Εμπειρίκο μέσα από το αναγνωστικό βιβλίο κειμένων του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα βέλη και η Πύλη είναι τα δύο πρώτα ποιήματα που συγκλονίζουν συθέμελα την αντίληψη της Ανατολής για τον κόσμο. Το πρώτο από αυτά, αρκετά χρόνια αργότερα, θα κοσμήσει την δερματόστικτη δεξιά πλάτη της, ενώ η ίδια ποτέ δεν θα το αντικρύσει δίχως την βοήθεια του καθρέφτη της.
Στα 19 της χρόνια και ενώ έχει εγκατασταθεί στην Αθήνα, θα γνωρίσει τον Roberto Lucarpone, αμετανόητο μέλος των Nuclei Armati Proletari, ο οποίος έχει βρει καταφύγιο στην Ελλάδα με το ψεύτικο όνομα Πίνο Πελόζι και με τον οποίο θα αποκτήσει δύο παιδιά, τον Άλγο και την Οδύνη. Μόνιμη κάτοικος Εξαρχείων επί της οδού Τζαβέλα, η Ανατολή θα μετατρέψει το σπίτι της σε tableau vivant  του ιταλικού ένοπλου κόμματος ενώ δεν λείπουν και τα προσωπικά της ταξίδια στην Παβία, στο Τρέντο και στο Τορίνο, όπου θα έρθει σε επαφή με τον υπόκοσμο και θα διατηρήσει τις καλύτερες σχέσεις μαζί του.
Δεν αργεί το μοιραίο 1987, όταν η Ανατολή θα αναγκαστεί να περάσει δυόμιση χρόνια μακρυά από τους δικούς της, εκτείοντας την ποινή της στις γυνακείες φυλακές Θηβών για το αδίκημα της οπλοκατοχής και της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση. Διαβάζουμε από την απολογία της Ανατολής ενώπιον του εφετείου κακουργημάτων:
{...} Αναλαμβάνω την ευθύνη για την διάτρηση του χωροχρονικού συνεχούς επί εικοσιπενταετία. Η φλόγα των εξεγερμένων της σπάνιας νιότης σιγοκαίει ακόμα στα σωθικά του σάπιου τούτου ημερολογίου. Οι θιασώτες των πάσης φύσεως περιορισμών, οι ταπεινοί υπέρμαχοι του ατελούς καλά θα κάνουν να τρέμουν πριν πέσουν για ύπνο. Η βεβαιότητα του θανάτου μας θα τους συντρίψει: είμαστε ήδη μελλοθάνατοι και ερωτευμένοι.
(Rupax, Ανατολή Αργά: η ζωή μου τα χάλια μου, εκδ. Fedajin, Θεσσαλονίκη, 2008)
Μέλος της Ομάδας για μια προλεταριακή Αριστερά και αργότερα μέλος της ομάδας που εξέδιδε το περιοδικό Convoy, η Ανατολή θα διαγράψει έναν αυτόνομο κύκλο μέσα στις διαδρομές που χάραξε ο Mario Tronti στην Ελλάδα, μέχρι να αποσυρθεί αθόρυβα στην οικιακή της γαλήνη και στα μονοπάτια της πρέζας. Είναι ο Ιανουάριος του 1995 όταν η Ανατολή θα κυκλοφορήσει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο τον καφέ που λέγαμε, ενώ θα ακολουθήσουν άλλες τρεις: το μέσα σε τρεις μέρες, το Ενύπνιον και το κύκνειο άσμα της ποιήτριας, το είμαι ήδη αργά. Ο Ιανουάριος του 2005 θα την βρει να βήχει για τρεις συνεχόμενες μέρες. Την τέταρτη θα έχει ήδη εγκαταλείψει τον κόσμο. Την μέρα εκείνη το ημερολόγιο έγραφε "7 Ιανουαρίου 2005".



15.2.13

H Μονομάχη



Ήρθε ο καιρός που πρόσμενα για ν' αναμετρηθούμε
μα εσύ πρώτη το θέλησες να βγάλουμε ζωνάρια
κι απ' όλα τα μελούμενα τίποτα δεν φοβούμαι
γιατί έπαιξα τον θάνατο και τη ζωή στα ζάρια. 

Όσα πέφτουνε πέταλα τόσα μένουν αγκάθια
και στου θανάτου τον χορό αντίκρυ χόρεψέ με,
αν σου βαστάει και μπορείς έλα και σκότωσέ με
αλλιώς σύρε και δάκρυσε μόνη στα γωνοκάθια.

Είναι ο ουρανός που με κινεί κι όλα τα χρόνια τα είδα,
πατώ γερά στα πόδια μου και δεν λιγοψυχάω
κι ας είν' το αίμα κόσμημα κι οι χαρακιές στολίδια
με προσοχή τα σμίλεψα κι αν θέλω στα φοράω.

Μα είναι ο φόβος δίπλα μου, μ'ακολουθεί συνέχεια,
ποτίζεται απ' τον θάνατο ψηλώνει σαν λουλούδι
από τα δόντια της στιγμής κι απ' της ζωής τα νύχια
γλιτώνει κάθε πένθιμο πολεμικό τραγούδι.

Όσοι πείσμα το βάλανε και τάξαν τον εαυτό τους
ποτε να μην γυρίσουνε πίσω σ' αυτά που αφήσαν
πριν ξεκινήσει η μάχη μας κρασί βάλε και δως τους
γιατί άξια πεθάνανε και άξια πολεμήσαν

κι εμείς που τώρα είμαστε αντίκρυ στην παλαίστρα
ποιος ξέρει ποιος θα το χαρεί το φώς που ξημερώνει,
κρατήσου τότε ένα λεπτό πριν ξεκινήσει η φιέστα,
μήπως πεθάνουμε μαζί αφού μείναμε μόνοι...



Jennifer Jones and John Wayne, New Frontier (1939)

8.2.13

Οι τρικυμίες και τα καταφύγια



Υπάρχει ένα σημείο τυφλό
στο πίσω μέρος του κρανίου μας
όπου συχνά καταφεύγουμε
για λίγες στιγμές μοναξιάς
όταν οι τρικυμίες της σκέψης είναι πυκνές
τόσο που μας κατακλύζουν.
Οι φοβισμένοι και οι δειλοί
μπορεί να σπαταλήσουν μια ζωή εκεί πέρα,
κουρνιασμένοι στο μικροσκοπικό αδιέξοδο
της ζωτικής τους ψευδαίσθησης.
Αν κάποτε αποφασίσουν να ξεμυτίσουν
και διστακτικά να ξεπροβάλλουν τη μουσούδα τους
κάτω από το ανέξοδο χαλάκι 
του μοναχικού τους καταφυγίου
ματαίως θαρρούν πως τίποτα δεν άλλαξε.
Η επόμενη τρικύμία
-σφοδρότερη συνήθως-
πανυγηρικά θα τους διαψεύσει.
Υπάρχει κι ένα άλλο σημείο
κάτω από την άκρη της γλώσσας μας
που είναι έτοιμη να ξεσπαθώσει
και είναι το μοναδικό σκέπαστρο
για όσους καταφύγιο δεν υπάρχει.



στον Prospero και στον Litteral


 

6.2.13

Madamme Lorette


Το πιο μυστήριο κορίτσι του Λονδίνου
έκοβε βόλτες στο ποτάμι και κοιτούσε
κάπνιζε κι από μέσα της μονολογούσε
"πως βρέθηκα εγώ στην αγκαλιά εκείνου;".

Γύρω στις τρεις που άρχισε να σουρουπώνει
μέσα από γκράφιτι και νέον πινακίδες
ήταν μοιραίο μα εξεπλάγης καθώς είδες
να πλησιάζει η μαντάμ Λορέττα μόνη.

Ποιος γέρος πάλι θα χαϊδεύει τα μαλλιά της
και θα φροντίζει την μελαχροινή της κώμη,
πως θα την γδύνει κι από που θα την γραπωνει,
με τι καμάρι θα μαζεύει τα φιλιά της.

Τί ιστορίες θα της λέει σαν κοιμάται
πως ήταν άρχοντας κι εσκότωσε το κτήνος
και θα πιστεύει, όπως της έμαθε εκείνος
δίχως ποτέ, ποτέ βαθιά να συλλογάται:

το πιο μεγάλο και το πιο μοιραίο λάθος
που άφησε πίσω του τα χρόνια του τσακισμένα.
Μαντάμ Λορέττα, το ερωτικό σου πάθος
γιατί το πνίγεις μες στου Τάμεση το βάθος;

Πάλι καπνίζει η μαντάμ Λορέττα μόνη,
παρατηρεί στα γόνατα σκυμμένη
τα ποταμόπλοια και όλο περιμένει
αν η ώρα του μάταιου γάμου της ζυγώνει...

Είναι Νοέμβρης κι η μαντάμ Λορέττα λείπει,
έμαθες τ' όνομά της μέσα από ιστορίες
που διαδίδουνε οι πλούσιες κυρίες.

Είναι Γενάρης κι ο χειμώνας εξαπλώθη
τίποτα πια δεν σου θυμίζει τ' όνομά της,
σαν τα τσιγάρα της και σαν τα δάκρυά της
που χύθηκαν στου Τάμεση την όχθη.




3.2.13

ΑΥΤΟ*



Συνήθως τέτοια ώρα με πιάνει, γύρω στις εντεκάμιση. Προτιμώ να είμαι μόνη μου όταν συμβαίνει. Όχι επειδή ντρέπομαι μπροστά σε άλλους. Το αντίθετο: είμαι περήφανη γι' αυτό. Απλά είναι κάποια πράγματα που πρέπει να γίνουν επειγόντως, ακριβώς την στιγμή που το νοιώθω να έρχεται. Όπως να εστιάσω το βλέμμα μου σε ένα συγκεκριμένο σημείο για τουλάχιστον δύο ή τρία λεπτά, ή να θυμηθώ στίχους θλιμμένους σαν και τον «όταν την πόρτα μου χτυπήσεις κάποια μέρα, μετανιωμένη θα κατέβω τα σκαλιά, να θυμηθούμε λίγο λίγο τα παλιά που γίναν στάχτη και καπνός μες στον αγέρα». Δεν ήταν πάντα τόσο εύκολα τα πράγματα. Με τα χρόνια εξοικειώθηκα μαζί του, έμαθα να αναπνέω τουλάχιστον χωρίς να με εμποδίζει η παρουσία του. Στην αρχή δεν ήταν έτσι: με έπνιγε. Ερχόταν από μακρυά και το άκουγα να βουίζει, μετά εγώ πανικοβαλόμουν και προσπαθούσα να το ξεχάσω. Μέγα λάθος: αυτό θέλει αναγνώριση, βλέμμα ευθύ και στέρνο διάτρητο. Πώς να το ξεχάσεις; Δεν είναι μνήμη ούτε αριθμός τηλεφώνου. Εμπειρία είναι που μας δροσίζει στην έρημο του πραγματικού. Για τούτο και το συμπαθώ: επειδή προέρχεται από τον κόσμο του νοητού. Παράδοξο, βέβαια. Εγώ, μια αμετανόητη υλίστρια, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Έχουνε τύχει φορές που ήρθε και με ανάγκασε να φύγω, άλλες που κάτσαμε αντίκρυ κι άλλες που πέρασε κι έφυγε. Υπήρχαν κι άλλες, βέβαια, που το παρακαλούσα να συναντηθούμε έστω και για λίγο, για μια συναισθηματική λίπανση στα γρήγορα. Αλλά αυτά είναι κατάλοιπα της καλομαθημένης μοναχοκόρης, άλλη μια ψυχαναγκαστική συσκότιση της σκληρής πραγματικότητας. Λίγη σημασία έχουν όλα αυτά γιατί απόψε στάθηκε συνεπές στο ραντεβού του. Εγώ ήμουν προετοιμασμένη -μην φανταστείς τίποτα υπερβολές- τα φώτα είχα κλείσει και έσφιγγα τις γροθιές μου. Μόνη μέσα σε ένα άδειο σπίτι, όπως συνήθως συμβαίνουν τα πράγματα που μπορεί ελεύθερα να αφηγείται κανείς χωρίς να χρειάζεται να τα αποδείξει. Εγώ κι αυτό: αυτό να με γεμίζει αδιάκοπα κι εγώ να γέρνω όλο και περισσότερο, μέχρι επιτέλους να καταφέρω να αδειάσω. Ανέπτυξα τεχνικές με τον καιρό, όχι για άλλον λόγο παρά μόνο επειδή η παρουσία του (μα τι ειρωνεία!) γινόταν ασφυκτική. Άλλες φορές προσπαθούσα να γίνω δέντρο για να με ποτίσει, άλλες σώμα για να με χύσει, άλλες ντροπή για να με φτύσει. Το υγρό στοιχείο, θα έλεγε κανείς, κυριαρχεί στις συναντήσεις μας αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι: υπήρξαν φορές, σαν την αποψινή ας πούμε, που αυτό γίνεται ράγες κι εγώ τρένο. Εγώ τρέχω κι είναι σαν να γυρεύω τον δικό μου θεό. Μετά φεύγει, όχι πάντα απότομα αλλά συνήθως ναι. Σαν την Άνοιξη που έρχεται ακάλεστη και φεύγει δίχως να πει κουβέντα. Λες και μπορούμε να την ακολουθήσουμε. Αλήθεια, που πάει η Άνοιξη όταν φεύγει; Ο φόβος σκιάζει τα έρμα, λένε, και το έχω νιώσει καλά στο πετσί μου. Τούτο πολεμάω κι όσα έχω πει μέχρι τώρα ισχύουν.



Α.Α.
φλεβάρης του 1979



Ανατολή Αργά (1961-2005)




Αναδημοσιεύουμε τα χειρόγραφα της Ανατολής Αργά, έτσι όπως τα βρήκαμε στην εσωτερική τσέπη του παλτό που ξέχασε στο σπίτι της, αφού έφυγε για το τελευταίο της ταξίδι.

εκ της διευθύνσεως

20.1.13

ο βήχας




Με το στόμα ανοιχτό
στεκόμουνα δίπλα σου
μυγάκια πετούσαν
πολλά στον αέρα
μέσα μου χόρευα
κι έξω μου έβηχα.
Λέξεις εκσφενδόνιζες
κενές στην ουσία
αδαής καθώς ήμουν
κι εγώ τις κατάπινα.
Μετά ήρθε κάποιος
βίαιος στην όψη
βίαιος στο βλέμμα
βίαιος στα λόγια
το στόμα του άνοιξε
και όλον με έφαγε.
Από ‘κει και μετά
μια σκέψη με τρώει:
τί είναι ο άνθρωπος
και τί η ζωή του
κι αυτό τ' αγκαθάκι
που στον λαιμό ανεβαίνει
αν εκεί το αφήνω
για πάντα να στέκεται
ή αν κι εγώ προσπαθήσω



14.1.13

Ανατολή Αργά (1961-2005)



Κάποτε, στα μέσα της δεκαετίας του '30, λίγο πριν από ένα καθολικό σφαγείο, εμφανίστηκε ένας άνθρωπος που ισχυρίστηκε ότι "είμαστε δύο". Άκου εκεί: δεν ήξερε τί του συνέβαινε. Ευαίσθητος, καθώς ήταν, εντρύφησε στον Σοφοκλή, στον Ευριπίδη και στην αρχαία τραγωδία και ως κάποιοι προκάτοχοί του, όπως ο A.G. Pills ας πούμε, ένας βρετανός ανθρωπολόγος που αναζήτησε την γεννεσιουργό αιτία των παγκόσμιων μύθων στην επεξεργασία του panlunismus και του pansolarismus, έτσι και ο δάσκαλος του 21ου αιώνα, ο Sigmund Freud, εντόπισε κάποιες περιοχές εντός του ανθρώπινου ψυχογεωγραφικού τοπίου όπου οι αντιθέσεις συνυπάρχουν αρμονικά μεταξύ τους και συνιστούν αυτό που οι κατοπινοί θα ονόμαζαν "λεωφόρο των ονείρων": το ανθρώπινο υποσυνείδητο.

Λίγα χρόνια αργότερα, σε μια πόλη του ευρωπαϊκού βορρά όπου οι αντίλαλοι των εργατικών ανταγωνισμών ερέθιζαν τα ευήκοα ώτα ανδρών που απαρνήθηκαν την ιδιωτικότητά τους θυσιάζοντάς την στο βήμα όπου το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα διασταυρώθηκε με τον φροϋδικό λόγο και εξέλαμψε ονόματα σημαίνοντα όπως αυτό του Βίλχελμ Ράιχ, του Τεοντόρ Αντόρνο ή του Χέρμπερτ Μαρκούζε, μέσα από σελίδες φθαρμένες από χέρια νεανικά ξεπηδούσε η ακαταμάχητη κριτική της μικροαστικής αποσύνθεσης, της πολιτισμικής αφομοίωσης και της "μηχανής" που επεμβαίνει στην "ανθρώπινη ουσία".

Όχι πολλά χρόνια αργότερα, στις κοιλάδες που καθέτως τέμνει ο ποταμός Πάδος, στα χερσαία εδάφη του ιταλικού βορρά που στις προηγούμενες δεκαετίες κατακλύστηκαν από ταχέως αναπτυσσόμενες αυτοκινητοβιομηχανίες, μια γυναίκα με την γροθιά της υψωμένη στον καταθλιπτικό και συνεφιασμένο μιλανέζικο ουρανό, είπε ότι "εμείς οι γυναίκες είμαστε αυτές που γεννάμε, που μεγαλώνουμε, που ταϊζουμε, που συντηρούμε και που αναθρέφουμε την κινητήρια δύναμη του κόσμου τούτου: την εργατική" και μετά κατέβασε το χέρι της. Λίγο αργότερα ο Άλντο Μόρο βρέθηκε νεκρός στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου και λίγο αργότερα η ιστορία σφύριξε το λήξαν λάκτισμα μιας εποχής που τελικά κατάφερε να αλλάξει τον κόσμο μέσα από την ήττα της.

Έτσι, όσο πιο συνοπτικά μπορούσα, εγώ ο rupax επιχείρησα τον Γενάρη του 2013 να αφηγηθώ αυτά (τις τομές, την παράδοση, τις μνήμες) που η Ανατολή Αργά έφερε μαζί της μέχρι -αμέτοχη στις εξελίξεις- να πεθάνει στις 6 Γενάρη του 2005. Ταπεινή και καταφρονεμένη: προσηλωμένη υπηρέτρια της γνήσιας θλίψης και της ριζικής αμφισβήτησης.
Η Ανατολή Αργά: η εργάτρια, η μάνα, η punk ηρωίδα των παιδικών μας χρόνων, η θλιμμένη ποιήτρια με τα μαύρα κολάν και τα μωβ άρβυλα...



Ανατολή Αργά, 1961-2005

εκδοχή είμαι











εκδοχή είμαι
ηδονής στιγμιαίας
ανδρός που έκανε
έρωτα στην μητέρα μου