20.2.12

ο σιδεράς


 
Μην με περάσεις για κανέναν χαζό. Θυμάμαι και παραθυμάμαι, παππού.
Ξεφτίλες είναι ρε όλοι τους, ξεφτίλες. Παραμυθιασμένοι.
Που την είδανε από εργάτες αφεντικάνες, που λέει κι ο νικόλας.
Έτσι τα περάσαμε αυτά τα χρόνια παππού. Με τον βεβαιότητα ότι δεν θα γίνουμε εργάτες.
Εμείς και τα παιδιά μας.
Όχι στις δικές μας πλάτες, όχι με τα δικά μας κότσια.
Στην πλάτη του Αρμάντο, του Κρίστο, της Σβετλάνας και του Ομάρ.
Που, ξέρεις, η στοματική μας κοιλότητα δεν μπορούσε να προφέρει τα ονόματά τους.
Κι ο Αρμάντο έγινε Πέτρος, η Σβετλάνα έγινε Σούλα και τέτοια.
Αλλά τον Κριστόφ Βαζέχα, τον Ντάου Τζόουνς και την Μερσέντες την Κομπρέσορ την είχαμε μάθει απ' έξω.
Και “γουάτ ντου γιου γουόντ το ντρινκ” και τέτοια στους Ευρωπαίους.
Μούγκα στους τουρίστες και στα αφεντικά. Αλλά στους εργάτες μαγκιά.
Οι ξεφτίλες, παππού, οι ξεφτίλες.
Κι έτσι μια μέρα όλο το όνειρο άρχισε να γκρεμίζεται.
Πάνω στα κεφάλια μας παππού.
Πάνω στα κεφάλια μας.
Που να σου τα λέω, έφυγες και δεν τα είδες πως έγιναν.
Γαμώ την Ελλάδα και τους Έλληνες παππού.
Ζήτω το παγκόσμιο προλεταριάτο.
Απλά δεν τα λέω ρε παππού; κατανοητά δεν σου είναι;







στην μνήμη του εργάτη
και παππού μου
Β.Κ.

9.2.12

φαντάσου

φαντάσου να'μασταν έτσι

εσύ αυτή

κι εγώ αυτός

κάθε μέρα κι άλλα

κι όχι έτσι όπως καταντήσαμε

τι τα θέλαμε τα παχιά τα λόγια ρε μωρό μου;
χίλιες φορές στον δρόμο
στο πεζοδρόμιο
στο ασανσέρ
εκεί που αναπνέει η ζωή
όταν κάνει κοπάνα
από τις ασφυκτικές δικτατορίες των "εδώ και τώρα"


μια αυτοσχεδιαστική κραυγή
με λίγο από μάη68
λίγο από ιταλική αυτονομία
και μάλλον περισσότερο από μικροαστική μιζέρια
κακομαθημένου γιου
σαν τέτοιου που είμαι
σαν τέτοιου που δεν θέλησα να γίνω
επειδή το υποσχέθηκα στην γ